Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἤια: Difference between revisions

From LSJ
Menander, fragment 761
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2, $3:")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)" to "$3$1$2")
Line 1: Line 1:
{{elru
|elrutext='''ἤῐα:''' <b class="num">III</b> τά мякина, солома (καρφαλέα Hom.).<br />ίων τά (в арсисе - ῑ) [предполож. [[εἶμι]]<br /><b class="num">1)</b> [[съестные припасы на дорогу]], [[дорожный запас пищи]]: ἤ. [[νηός]] Hom. продовольственные запасы корабля;<br /><b class="num">2)</b> [[пища]], [[добыча]] (θώων παρδαλίων τε λύκων τε Hom.).
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἤια''': συνῃρ. ᾖα, τά, προμήθειαι διὰ [[ταξείδιον]], ζωοτροφίαι, Ἐπ. [[λέξις]] ἀντὶ τοῦ [[ἐφόδια]], Λατ. viaticum, Ὅμ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῇ Ὀδ., [[δεῦτε]], φίλοι, ἤια φερώμεθα Β. 410, πρβλ. 289· καὶ νύ κεν ἤια πάντα διέφθιτο Δ. 363· ἐξέφθιτο ἤια πάντα Μ. 329· ἐν δὲ καὶ ᾖα κωρύκῳ ἔθηκε Ε. 266, Ι. 212· - [[καθόλου]], ἔλαφοι… παρδαλίων τε λύκων τ’ ἤια πέλονται, τροφὴ τῶν λύκων καὶ.., Ἰλ. Ν. 103, πρβλ. Ἐμπεδ. 314, Νικ. Ἀλ. 412. ΙΙ. ἐν Ὀδ. Ε. 368, ὡς δ’ [[ἄνεμος]]... ᾔων θήμωνα τινάξει καρφαλέων, ὅ ἐ. σωρὸν φλοιῶν ἢ ἀχύρου, πρβλ. Φερεκρ. Ἀδήλ. 14. (Ὁ Ἡσύχ. ἀναφέρει ἑνικ. τύπον [[ἤιον]], [[μετὰ]] τῆς ἑρμηνείας: [[παρειά]], γνάθος, ἥτις φαίνεται σχετίζουσα τὴν λέξιν πρὸς τὸ παρήιον). Τὸ ι εἶνε βραχύ, ὡς καὶ ὁ συνῃρ. [[τύπος]] δεικνύει· ἀλλὰ ῑ μακρὸν ἐν ἄρσει, Ὀδ. Β. 410· πρβλ. δήιος.
|lstext='''ἤια''': συνῃρ. ᾖα, τά, προμήθειαι διὰ [[ταξείδιον]], ζωοτροφίαι, Ἐπ. [[λέξις]] ἀντὶ τοῦ [[ἐφόδια]], Λατ. viaticum, Ὅμ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῇ Ὀδ., [[δεῦτε]], φίλοι, ἤια φερώμεθα Β. 410, πρβλ. 289· καὶ νύ κεν ἤια πάντα διέφθιτο Δ. 363· ἐξέφθιτο ἤια πάντα Μ. 329· ἐν δὲ καὶ ᾖα κωρύκῳ ἔθηκε Ε. 266, Ι. 212· - [[καθόλου]], ἔλαφοι… παρδαλίων τε λύκων τ’ ἤια πέλονται, τροφὴ τῶν λύκων καὶ.., Ἰλ. Ν. 103, πρβλ. Ἐμπεδ. 314, Νικ. Ἀλ. 412. ΙΙ. ἐν Ὀδ. Ε. 368, ὡς δ’ [[ἄνεμος]]... ᾔων θήμωνα τινάξει καρφαλέων, ὅ ἐ. σωρὸν φλοιῶν ἢ ἀχύρου, πρβλ. Φερεκρ. Ἀδήλ. 14. (Ὁ Ἡσύχ. ἀναφέρει ἑνικ. τύπον [[ἤιον]], [[μετὰ]] τῆς ἑρμηνείας: [[παρειά]], γνάθος, ἥτις φαίνεται σχετίζουσα τὴν λέξιν πρὸς τὸ παρήιον). Τὸ ι εἶνε βραχύ, ὡς καὶ ὁ συνῃρ. [[τύπος]] δεικνύει· ἀλλὰ ῑ μακρὸν ἐν ἄρσει, Ὀδ. Β. 410· πρβλ. δήιος.
Line 4: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἤια:''' Ιων. αντί [[ᾔειν]], παρατ. του [[εἶμι]] (Λατ. [[ibo]]).<br /><b class="num">• ἤια:</b> συνηρ. <i>ᾖα</i>, <i>τά</i>, προμήθειες για [[ταξίδι]], ζωοτροφές, Επικ. [[λέξη]] για τα [[ἐφόδια]], Λατ. [[viaticum]], σε Όμηρ.· γενικά, <i>λύκων ἤια</i>, [[τροφή]], [[βορά]] για τους λύκους, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἤια:''' Ιων. αντί [[ᾔειν]], παρατ. του [[εἶμι]] (Λατ. [[ibo]]).<br /><b class="num">• ἤια:</b> συνηρ. <i>ᾖα</i>, <i>τά</i>, προμήθειες για [[ταξίδι]], ζωοτροφές, Επικ. [[λέξη]] για τα [[ἐφόδια]], Λατ. [[viaticum]], σε Όμηρ.· γενικά, <i>λύκων ἤια</i>, [[τροφή]], [[βορά]] για τους λύκους, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἤῐα:''' <b class="num">III</b> τά мякина, солома (καρφαλέα Hom.).<br />ίων τά (в арсисе - ῑ) [предполож. [[εἶμι]]<br /><b class="num">1)</b> [[съестные припасы на дорогу]], [[дорожный запас пищи]]: ἤ. [[νηός]] Hom. продовольственные запасы корабля;<br /><b class="num">2)</b> [[пища]], [[добыча]] (θώων παρδαλίων τε λύκων τε Hom.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> provisions for a [[journey]], epic [[word]] for [[ἐφόδια]], Lat. [[viaticum]], Hom.:—[[generally]], λύκων ἤια [[food]] for wolves, Il.<br /><b class="num">II.</b> husks or [[chaff]], Od.
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> provisions for a [[journey]], epic [[word]] for [[ἐφόδια]], Lat. [[viaticum]], Hom.:—[[generally]], λύκων ἤια [[food]] for wolves, Il.<br /><b class="num">II.</b> husks or [[chaff]], Od.
}}
}}

Revision as of 18:15, 6 October 2022

Russian (Dvoretsky)

ἤῐα: III τά мякина, солома (καρφαλέα Hom.).
ίων τά (в арсисе - ῑ) [предполож. εἶμι
1) съестные припасы на дорогу, дорожный запас пищи: ἤ. νηός Hom. продовольственные запасы корабля;
2) пища, добыча (θώων παρδαλίων τε λύκων τε Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἤια: συνῃρ. ᾖα, τά, προμήθειαι διὰ ταξείδιον, ζωοτροφίαι, Ἐπ. λέξις ἀντὶ τοῦ ἐφόδια, Λατ. viaticum, Ὅμ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῇ Ὀδ., δεῦτε, φίλοι, ἤια φερώμεθα Β. 410, πρβλ. 289· καὶ νύ κεν ἤια πάντα διέφθιτο Δ. 363· ἐξέφθιτο ἤια πάντα Μ. 329· ἐν δὲ καὶ ᾖα κωρύκῳ ἔθηκε Ε. 266, Ι. 212· - καθόλου, ἔλαφοι… παρδαλίων τε λύκων τ’ ἤια πέλονται, τροφὴ τῶν λύκων καὶ.., Ἰλ. Ν. 103, πρβλ. Ἐμπεδ. 314, Νικ. Ἀλ. 412. ΙΙ. ἐν Ὀδ. Ε. 368, ὡς δ’ ἄνεμος... ᾔων θήμωνα τινάξει καρφαλέων, ὅ ἐ. σωρὸν φλοιῶν ἢ ἀχύρου, πρβλ. Φερεκρ. Ἀδήλ. 14. (Ὁ Ἡσύχ. ἀναφέρει ἑνικ. τύπον ἤιον, μετὰ τῆς ἑρμηνείας: παρειά, γνάθος, ἥτις φαίνεται σχετίζουσα τὴν λέξιν πρὸς τὸ παρήιον). Τὸ ι εἶνε βραχύ, ὡς καὶ ὁ συνῃρ. τύπος δεικνύει· ἀλλὰ ῑ μακρὸν ἐν ἄρσει, Ὀδ. Β. 410· πρβλ. δήιος.

Greek Monotonic

ἤια: Ιων. αντί ᾔειν, παρατ. του εἶμι (Λατ. ibo).
• ἤια: συνηρ. ᾖα, τά, προμήθειες για ταξίδι, ζωοτροφές, Επικ. λέξη για τα ἐφόδια, Λατ. viaticum, σε Όμηρ.· γενικά, λύκων ἤια, τροφή, βορά για τους λύκους, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell


I. provisions for a journey, epic word for ἐφόδια, Lat. viaticum, Hom.:—generally, λύκων ἤια food for wolves, Il.
II. husks or chaff, Od.