υποθάλπω: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ χρὴ φέρειν τὰ πρόσθεν ἐν μνήμῃ κακά → Mala pristina haud oportet ferre in memoria → Du darfst nicht im Gedächtnis tragen früheres Leid

Menander, Monostichoi, 435
(43)
 
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὑποθάλπω]], ΝΑ [[θάλπω]]<br /><b>1.</b> [[θερμαίνω]] [[κάτι]] [[ελαφρώς]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[συμβάλλω]], [[χωρίς]] να [[φαίνομαι]], στη [[διατήρηση]] ή στην [[έξαψη]] ενός συναισθήματος ή πάθους, [[υποδαυλίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[συντηρώ]] ή [[τροφοδοτώ]] κάποιον [[κρυφά]] («[[υποθάλπω]] ληστή»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[ιδίως]]) [[θερμαίνω]] λίγο [[κάτι]] το οποίο [[κρατώ]] καλυμμένο («τέφρῃ πῡρ ὑποθαλπόμενον», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[διεγείρω]], [[ερεθίζω]] κάποιον («ὑπό μ' αὖ [[σφάκελος]] καὶ φρενοπληγεῑς μανίαι θάλπουσιν», <b>Αισχύλ.</b>).
|mltxt=[[ὑποθάλπω]], ΝΑ [[θάλπω]]<br /><b>1.</b> [[θερμαίνω]] [[κάτι]] [[ελαφρώς]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[συμβάλλω]], [[χωρίς]] να [[φαίνομαι]], στη [[διατήρηση]] ή στην [[έξαψη]] ενός συναισθήματος ή πάθους, [[υποδαυλίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[συντηρώ]] ή [[τροφοδοτώ]] κάποιον [[κρυφά]] («[[υποθάλπω]] ληστή»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[ιδίως]]) [[θερμαίνω]] λίγο [[κάτι]] το οποίο [[κρατώ]] καλυμμένο («τέφρῃ πῡρ ὑποθαλπόμενον», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[διεγείρω]], [[ερεθίζω]] κάποιον («ὑπό μ' αὖ [[σφάκελος]] καὶ φρενοπληγεῖς μανίαι θάλπουσιν», <b>Αισχύλ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 09:15, 13 October 2022

Greek Monolingual

ὑποθάλπω, ΝΑ θάλπω
1. θερμαίνω κάτι ελαφρώς
2. μτφ. συμβάλλω, χωρίς να φαίνομαι, στη διατήρηση ή στην έξαψη ενός συναισθήματος ή πάθους, υποδαυλίζω
νεοελλ.
συντηρώ ή τροφοδοτώ κάποιον κρυφάυποθάλπω ληστή»)
αρχ.
1. (ιδίως) θερμαίνω λίγο κάτι το οποίο κρατώ καλυμμένο («τέφρῃ πῡρ ὑποθαλπόμενον», Ανθ. Παλ.)
2. μτφ. διεγείρω, ερεθίζω κάποιον («ὑπό μ' αὖ σφάκελος καὶ φρενοπληγεῖς μανίαι θάλπουσιν», Αισχύλ.).