οχεύς: Difference between revisions
τὸ πεπρωμένον φυγεῖν ἀδύνατον → you can't escape your destiny | there is no escaping from destiny | it's impossible to escape from what is destined | it is impossible to escape from what is destined | what is fated is impossible to escape | if you're born to be hanged, then you'll never be drowned | he that is born to be hanged shall never be drowned | if you are born to be hanged then you'll never be drowned | if you're born to be hanged then you'll never be drowned| you can't outrun your fate | you cannot outrun your fate | you can't stop fate | that's the way the cookie crumbles
(30) |
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[ὀχεύς]], -έως και επικ. τ. -ῆος)<br />[[καθετί]] που χρησιμεύει για να συγκρατείται ή να στερεώνεται [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ταινία]], [[ιμάντας]] που συνέχει και συσφίγγει την [[περικεφαλαία]] [[κάτω]] από το [[σαγόνι]]<br /><b>2.</b> [[μοχλός]] ασφάλειας στο εσωτερικό πόρτας, [[σύρτης]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ | |mltxt=ο (Α [[ὀχεύς]], -έως και επικ. τ. -ῆος)<br />[[καθετί]] που χρησιμεύει για να συγκρατείται ή να στερεώνεται [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ταινία]], [[ιμάντας]] που συνέχει και συσφίγγει την [[περικεφαλαία]] [[κάτω]] από το [[σαγόνι]]<br /><b>2.</b> [[μοχλός]] ασφάλειας στο εσωτερικό πόρτας, [[σύρτης]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ ὀχεῖς</i><br />α) οι πόρπες που συγκρατούν τον ζωστήρα<br />β) κοχλίες που συγκρατούν τους αγκώνες πολεμικής μηχανής<br />γ) οι οίακες τών πλοίων<br /><b>4.</b> [[λαβή]] ασπίδας, όχανον<br /><b>5.</b> [[άξονας]] τροχού<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «ὀχῆες τῆς ὑστέρης» — τα [[νεύρα]] της μήτρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>ὀχ</i> του <i>ἔχω</i> (Ι) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:15, 13 October 2022
Greek Monolingual
ο (Α ὀχεύς, -έως και επικ. τ. -ῆος)
καθετί που χρησιμεύει για να συγκρατείται ή να στερεώνεται κάτι
αρχ.
1. ταινία, ιμάντας που συνέχει και συσφίγγει την περικεφαλαία κάτω από το σαγόνι
2. μοχλός ασφάλειας στο εσωτερικό πόρτας, σύρτης
3. στον πληθ. οἱ ὀχεῖς
α) οι πόρπες που συγκρατούν τον ζωστήρα
β) κοχλίες που συγκρατούν τους αγκώνες πολεμικής μηχανής
γ) οι οίακες τών πλοίων
4. λαβή ασπίδας, όχανον
5. άξονας τροχού
6. φρ. «ὀχῆες τῆς ὑστέρης» — τα νεύρα της μήτρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα ὀχ του ἔχω (Ι) + κατάλ. -εύς].