ευκραής: Difference between revisions

From LSJ

οὐ τῷ πλήθει ἀλλὰ τῷ ἀξιώματι → not in numbers but in quality

Source
(15)
 
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐκραής]], -ές (ΑΜ) (Α επίκ. τ. ἐϋκραής)<br /><b>μσν.</b><br />(για [[ψυχή]]) αυτός που έχει [[σεμνότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για άνεμο) [[ήπιος]], [[μέτριος]], [[ελαφρός]] («εὐκραὴς ἀήρ», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> (για [[κλίμα]]) [[εύκρατος]], [[μαλακός]] («εὐκραεῑς τόποι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> (για έρωτα) [[σεμνός]], [[μετρημένος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐκραῶς</i> (Μ)<br />ήπια, μέτρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. από το [[ευκράς]] (<i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[κεράννυμι]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>αής</i>, τ. στον οποίο εμφανίζεται ως β' συνθετικό το αμφίβολο <i>άος</i> «[[αέρας]]», [[γλώσσα]] του [[άημι]]. Θεωρήθηκε λανθασμένα αντώνυμο του [[ακραής]] (<i>ακρ</i>-<i>αής</i> και όχι <i>α</i>-<i>κραής</i>). Αναλογικά σχηματίστηκε τ. <i>δυσ</i>-<i>κραής</i>].
|mltxt=[[εὐκραής]], -ές (ΑΜ) (Α επίκ. τ. ἐϋκραής)<br /><b>μσν.</b><br />(για [[ψυχή]]) αυτός που έχει [[σεμνότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για άνεμο) [[ήπιος]], [[μέτριος]], [[ελαφρός]] («εὐκραὴς ἀήρ», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> (για [[κλίμα]]) [[εύκρατος]], [[μαλακός]] («εὐκραεῖς τόποι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> (για έρωτα) [[σεμνός]], [[μετρημένος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐκραῶς</i> (Μ)<br />ήπια, μέτρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. από το [[ευκράς]] (<i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[κεράννυμι]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>αής</i>, τ. στον οποίο εμφανίζεται ως β' συνθετικό το αμφίβολο <i>άος</i> «[[αέρας]]», [[γλώσσα]] του [[άημι]]. Θεωρήθηκε λανθασμένα αντώνυμο του [[ακραής]] (<i>ακρ</i>-<i>αής</i> και όχι <i>α</i>-<i>κραής</i>). Αναλογικά σχηματίστηκε τ. <i>δυσ</i>-<i>κραής</i>].
}}
}}

Latest revision as of 09:20, 13 October 2022

Greek Monolingual

εὐκραής, -ές (ΑΜ) (Α επίκ. τ. ἐϋκραής)
μσν.
(για ψυχή) αυτός που έχει σεμνότητα
αρχ.
1. (για άνεμο) ήπιος, μέτριος, ελαφρός («εὐκραὴς ἀήρ», Θεόφρ.)
2. (για κλίμα) εύκρατος, μαλακός («εὐκραεῖς τόποι», Αριστοτ.)
3. (για έρωτα) σεμνός, μετρημένος.
επίρρ...
εὐκραῶς (Μ)
ήπια, μέτρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. από το ευκράς (ευ + κεράννυμι) + -αής, τ. στον οποίο εμφανίζεται ως β' συνθετικό το αμφίβολο άος «αέρας», γλώσσα του άημι. Θεωρήθηκε λανθασμένα αντώνυμο του ακραής (ακρ-αής και όχι α-κραής). Αναλογικά σχηματίστηκε τ. δυσ-κραής].