επανθώ: Difference between revisions

From LSJ

Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men

Sophocles, Antigone, 940-942
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α ἐπανθῶ, -έω)<br />(για [[ιδιότητα]])<br />εμφανίζομαι στην [[επιφάνεια]] του σώματος ([[ιδίως]] του προσώπου) («σεμνή [[ομορφιά]] επανθεί στο [[πρόσωπο]] της κόρης»<br />«[[ἐμοί]]... ἐπάνθεεν ἁδύ τι [[κάλλος]]», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανθώ]]<br /><b>2.</b> (για [[καθετί]] που εμφανίζεται [[πάνω]] σε [[κάτι]] σαν [[άνθος]] ή [[χλόη]] ή [[χνούδι]]) εμφανίζομαι σε μια [[επιφάνεια]] («λευκὴν [[τρίχα]] ἐπανθοῦσαν περὶ τὰ πρόσωπα», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> <b>απόλ.</b> εκδηλώνομαι έντονα («τοῦτο τοὐπιχώριον ἀτεχνῶς ἐπανθεῑ», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>4.</b> στολίζομαι, λαμπρύνομαι.
|mltxt=(Α ἐπανθῶ, -έω)<br />(για [[ιδιότητα]])<br />εμφανίζομαι στην [[επιφάνεια]] του σώματος ([[ιδίως]] του προσώπου) («σεμνή [[ομορφιά]] επανθεί στο [[πρόσωπο]] της κόρης»<br />«[[ἐμοί]]... ἐπάνθεεν ἁδύ τι [[κάλλος]]», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανθώ]]<br /><b>2.</b> (για [[καθετί]] που εμφανίζεται [[πάνω]] σε [[κάτι]] σαν [[άνθος]] ή [[χλόη]] ή [[χνούδι]]) εμφανίζομαι σε μια [[επιφάνεια]] («λευκὴν [[τρίχα]] ἐπανθοῦσαν περὶ τὰ πρόσωπα», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> <b>απόλ.</b> εκδηλώνομαι έντονα («τοῦτο τοὐπιχώριον ἀτεχνῶς ἐπανθεῖ», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>4.</b> στολίζομαι, λαμπρύνομαι.
}}
}}

Latest revision as of 09:30, 13 October 2022

Greek Monolingual

(Α ἐπανθῶ, -έω)
(για ιδιότητα)
εμφανίζομαι στην επιφάνεια του σώματος (ιδίως του προσώπου) («σεμνή ομορφιά επανθεί στο πρόσωπο της κόρης»
«ἐμοί... ἐπάνθεεν ἁδύ τι κάλλος», Θεόκρ.)
αρχ.
1. ανθώ
2. (για καθετί που εμφανίζεται πάνω σε κάτι σαν άνθος ή χλόη ή χνούδι) εμφανίζομαι σε μια επιφάνεια («λευκὴν τρίχα ἐπανθοῦσαν περὶ τὰ πρόσωπα», Ξεν.)
3. απόλ. εκδηλώνομαι έντονα («τοῦτο τοὐπιχώριον ἀτεχνῶς ἐπανθεῖ», Αριστοφ.)
4. στολίζομαι, λαμπρύνομαι.