ισοδυναμώ: Difference between revisions
From LSJ
πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever
(18) |
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(ΑΜ ἰσοδυναμῶ, -έω) [[ισοδύναμος]]<br />[[είμαι]] [[ίσος]] ή [[ισοδύναμος]] με κάποιον, έχω την [[ίδια]] [[δύναμη]] ή ισχύ ή [[αξία]] ή [[σημασία]] με κάποιον [[άλλο]], [[αντιστοιχώ]] (α. «η απάντησή σου ισοδυναμεί με [[άρνηση]]» β. «τὸ ψεῡδος | |mltxt=(ΑΜ ἰσοδυναμῶ, -έω) [[ισοδύναμος]]<br />[[είμαι]] [[ίσος]] ή [[ισοδύναμος]] με κάποιον, έχω την [[ίδια]] [[δύναμη]] ή ισχύ ή [[αξία]] ή [[σημασία]] με κάποιον [[άλλο]], [[αντιστοιχώ]] (α. «η απάντησή σου ισοδυναμεί με [[άρνηση]]» β. «τὸ ψεῡδος ἰσοδυναμεῖ πρὸς τὴν ἀλήθειαν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />(για φάρμακα) έχω τις ίδιες ιδιότητες με κάποιο [[άλλο]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:30, 13 October 2022
Greek Monolingual
(ΑΜ ἰσοδυναμῶ, -έω) ισοδύναμος
είμαι ίσος ή ισοδύναμος με κάποιον, έχω την ίδια δύναμη ή ισχύ ή αξία ή σημασία με κάποιον άλλο, αντιστοιχώ (α. «η απάντησή σου ισοδυναμεί με άρνηση» β. «τὸ ψεῡδος ἰσοδυναμεῖ πρὸς τὴν ἀλήθειαν», Πολ.)
αρχ.
(για φάρμακα) έχω τις ίδιες ιδιότητες με κάποιο άλλο.