σουβλιά: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν ἡδέως οὐκ ἔστιν ἀργὸν καὶ κακόν → Non est, inerst et malus ut vivat suaviter → Ein fauler Schwächling lebt unmöglich angenehm

Menander, Monostichoi, 201
(38)
 
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[σουβλέα]], Ν Μ, και [[σουγλιά]] Ν [[σούβλα]] / [[σούγλα]]<br />[[τρύπημα]] ή [[πλήγμα]] με [[σουβλί]], [[καθώς]] και το [[τραύμα]] που προκαλείται από αυτό («καὶ [[κρούω]] σουβλέαν τὸ [[χέρι]] μου καὶ διέβην ἀπεκεῑθε», Πρόδρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[οξύς]] και [[διαπεραστικός]] [[πόνος]], [[σφάχτης]]<br /><b>2.</b> τα κομμάτια κρέατος που χωρούν σε μία [[σούβλα]].
|mltxt=η / [[σουβλέα]], Ν Μ, και [[σουγλιά]] Ν [[σούβλα]] / [[σούγλα]]<br />[[τρύπημα]] ή [[πλήγμα]] με [[σουβλί]], [[καθώς]] και το [[τραύμα]] που προκαλείται από αυτό («καὶ [[κρούω]] σουβλέαν τὸ [[χέρι]] μου καὶ διέβην ἀπεκεῖθε», Πρόδρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[οξύς]] και [[διαπεραστικός]] [[πόνος]], [[σφάχτης]]<br /><b>2.</b> τα κομμάτια κρέατος που χωρούν σε μία [[σούβλα]].
}}
}}

Latest revision as of 09:50, 13 October 2022

Greek Monolingual

η / σουβλέα, Ν Μ, και σουγλιά Ν σούβλα / σούγλα
τρύπημα ή πλήγμα με σουβλί, καθώς και το τραύμα που προκαλείται από αυτό («καὶ κρούω σουβλέαν τὸ χέρι μου καὶ διέβην ἀπεκεῖθε», Πρόδρ.)
νεοελλ.
1. μτφ. οξύς και διαπεραστικός πόνος, σφάχτης
2. τα κομμάτια κρέατος που χωρούν σε μία σούβλα.