στύππη: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
(CSV import)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br />[[στουπί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. <i>στυππείο</i>].
|mltxt=ἡ, Α<br />[[στουπί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. <i>στυππείο</i>].
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=στουπί). Πιθανόν ἀπό τό [[στύφω]] (=στύβω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}

Revision as of 15:35, 14 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στύππη Medium diacritics: στύππη Low diacritics: στύππη Capitals: ΣΤΥΠΠΗ
Transliteration A: stýppē Transliteration B: styppē Transliteration C: styppi Beta Code: stu/pph

English (LSJ)

ἡ,= στυππεῖον, J.ap.Suid.s.v.

German (Pape)

[Seite 959] ἡ, στύππινος, s. στύπειος u. s. w.

Greek (Liddell-Scott)

στύππη: ἡ, = στυππεῖον, Ἰωσήπ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ., Σχόλ. εἰς Λουκ. Ὄνον 31.

Greek Monolingual

ἡ, Α
στουπί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. στυππείο].

Mantoulidis Etymological

(=στουπί). Πιθανόν ἀπό τό στύφω (=στύβω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.