ἐξορκισμός: Difference between revisions
Ὀργὴν ἑταίρου καὶ φίλου πειρῶ φέρειν → Toleres amici et comitis iracundiam → Ertrage nur des Freundes und Gefährten Zorn
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
(CSV import) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[ξορκισμός]], ο (AM [[ἐξορκισμός]]) [[εξορκίζω]]<br /><b>1.</b> [[προσευχή]] για [[απομάκρυνση]] πονηρών πνευμάτων ή για [[θεραπεία]] αρρώστου<br /><b>2.</b> η [[απομάκρυνση]] πονηρών πνευμάτων<br /><b>αρχ.</b><br />[[επιβολή]] όρκου σε κάποιον. | |mltxt=και [[ξορκισμός]], ο (AM [[ἐξορκισμός]]) [[εξορκίζω]]<br /><b>1.</b> [[προσευχή]] για [[απομάκρυνση]] πονηρών πνευμάτων ή για [[θεραπεία]] αρρώστου<br /><b>2.</b> η [[απομάκρυνση]] πονηρών πνευμάτων<br /><b>αρχ.</b><br />[[επιβολή]] όρκου σε κάποιον. | ||
}} | |||
{{elmes | |||
|esmgtx=ὁ 1 [[conjuro]], [[fórmula para hacer presente]] o [[práctica para hacer presente]] a un ser superior ἔστιν δὲ ὁ λόγος ὁ λεγόμενος ἑπτάκις ἑπτὰ πρὸς ἥλιον ἐ. τοῦ παρέδρου <b class="b3">ésta es la fórmula que se pronuncia siete veces siete ante el sol como conjuro del asesor</b> P I 132 τῷ ἐξορκισμῷ τούτῳ ἐξορκίζω σε <b class="b3">con esta fórmula yo te conjuro</b> P LXVII 17 (fr. lac.) 2 [[exorcismo]] en pap. crist. ἐξορκισμὸ<ς> Σαλομῶνος πρὸς πᾶν ἀκάθαρτον πν(εῦμ)α <b class="b3">exorcismo de Salomón contra todo espíritu impuro</b> C 17 10 | |||
}} | }} |
Revision as of 14:55, 15 October 2022
English (LSJ)
ὁ, administration of an oath, Plb.6.21.6.
German (Pape)
[Seite 887] ὁ, das Schwörenlassen, die Vereidigung, Pol. 6, 21, 6.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξορκισμός: ὁ, τὸ νὰ βάλῃ τίς τινα νὰ ὁρκισθῇ, Πολύβ. 6. 21, 6. ΙΙ. ἐξορκισμὸς ὡς καὶ νῦν, Εἰρην. 672C, Τερτυλλ. Ι. 657Β, ΙΙ. 56Β, 748Β.
Spanish
conjuro, fórmula para hacer presente , práctica para hacer presente, exorcismo
Greek Monolingual
και ξορκισμός, ο (AM ἐξορκισμός) εξορκίζω
1. προσευχή για απομάκρυνση πονηρών πνευμάτων ή για θεραπεία αρρώστου
2. η απομάκρυνση πονηρών πνευμάτων
αρχ.
επιβολή όρκου σε κάποιον.
Léxico de magia
ὁ 1 conjuro, fórmula para hacer presente o práctica para hacer presente a un ser superior ἔστιν δὲ ὁ λόγος ὁ λεγόμενος ἑπτάκις ἑπτὰ πρὸς ἥλιον ἐ. τοῦ παρέδρου ésta es la fórmula que se pronuncia siete veces siete ante el sol como conjuro del asesor P I 132 τῷ ἐξορκισμῷ τούτῳ ἐξορκίζω σε con esta fórmula yo te conjuro P LXVII 17 (fr. lac.) 2 exorcismo en pap. crist. ἐξορκισμὸ<ς> Σαλομῶνος πρὸς πᾶν ἀκάθαρτον πν(εῦμ)α exorcismo de Salomón contra todo espíritu impuro C 17 10