ἐβένινος: Difference between revisions
εἰρήνη ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦν → peace that surpasses all understanding
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
(CSV import) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐβένινος]], -η, -ον<br />Μ και ἐβέλ(λ)ινος, -η, -ον)<br />ο κατασκευασμένος από [[ξύλο]] εβένου («εβένινα έπιπλα»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μαύρος]] και [[στιλπνός]] («εβένινα μαλλιά»). | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἐβένινος]], -η, -ον<br />Μ και ἐβέλ(λ)ινος, -η, -ον)<br />ο κατασκευασμένος από [[ξύλο]] εβένου («εβένινα έπιπλα»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μαύρος]] και [[στιλπνός]] («εβένινα μαλλιά»). | ||
}} | |||
{{elmes | |||
|esmgtx=-ον graf. ἐβένν- [[de ébano]] del árbol de Hermes οἶδά σου καὶ τὸ ξύλον· τὸ ἐβεννίνου <b class="b3">conozco tu árbol: el del ébano</b> P VIII 13 de una varilla como amuleto στολίσας σεαυτὸν προφητικῷ σχήματι ἔχε ἐβεννίνην ῥάβδον ἐν τῇ λαιᾷ χειρί <b class="b3">vestido a la manera de un profeta sostén una varilla de ébano en la mano izquierda</b> P I 279 P I 336 del color de una cesta ἐλθὲ ὥρᾳ ἕκτῃ τῆς ἡμέρας ... περιεζωσμένος νέον ἐβέννινον ἄρριχον <b class="b3">ve en la hora sexta del día ceñido con una cesta de mimbre nueva del color del ébano</b> P III 617 | |||
}} | }} |
Revision as of 15:00, 15 October 2022
English (LSJ)
η, ον, of ebony, δίφρος CIG3071 (Teos), cf. Str.15.1.54, Peripl.M.Rubr.36, PMag.Berol.1.279.
Spanish (DGE)
-η, -ον
• Alolema(s): ἐβελ- Ps.Callisth.1.1B
• Grafía: graf. ἐβένν- PMag.1.279, Cosm.Ind.Top.2.50, ἐβέλλ- PMasp.6ue.90 (VI d.C.)
de ébano, δίφρος CIG 3071.10 (Teos II a.C.), σκυτάλιον ID 1417A.1.164 (II a.C.), cf. Str.15.1.54, ξύλα Peripl.M.Rubri 36, cf. Alch.Fr.Pap.3.39, ῥάβδος PMag.l.c., Cosm.Ind.l.c., Ps.Callisth.1.1B, καμψίον PMasp.l.c.
German (Pape)
[Seite 700] von Ebenholz, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐβένινος: -η, -ον, ἐξ ἐβένου, Συλλ. Ἐπιγρ. 3071, ἴδε Berkel. εἰς Στέφ. Β. 248Β.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἐβένινος, -η, -ον
Μ και ἐβέλ(λ)ινος, -η, -ον)
ο κατασκευασμένος από ξύλο εβένου («εβένινα έπιπλα»)
νεοελλ.
μαύρος και στιλπνός («εβένινα μαλλιά»).
Léxico de magia
-ον graf. ἐβένν- de ébano del árbol de Hermes οἶδά σου καὶ τὸ ξύλον· τὸ ἐβεννίνου conozco tu árbol: el del ébano P VIII 13 de una varilla como amuleto στολίσας σεαυτὸν προφητικῷ σχήματι ἔχε ἐβεννίνην ῥάβδον ἐν τῇ λαιᾷ χειρί vestido a la manera de un profeta sostén una varilla de ébano en la mano izquierda P I 279 P I 336 del color de una cesta ἐλθὲ ὥρᾳ ἕκτῃ τῆς ἡμέρας ... περιεζωσμένος νέον ἐβέννινον ἄρριχον ve en la hora sexta del día ceñido con una cesta de mimbre nueva del color del ébano P III 617