θαλασσοειδής: Difference between revisions

From LSJ

κραδίη δέ μοι ἔξω στηθέων ἐκθρῴσκει → my heart is leaping forth from my bosom, be panic-stricken, my heart is beating outside my chest

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
(CSV import)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[θαλασσοειδής]], -ές)<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] της θάλασσας, γαλαζοπράσινος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θαλασσο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[είδος]]), [[πρβλ]]. [[κυματοειδής]], [[ομοειδής]]].
|mltxt=-ές (Α [[θαλασσοειδής]], -ές)<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] της θάλασσας, γαλαζοπράσινος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θαλασσο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[είδος]]), [[πρβλ]]. [[κυματοειδής]], [[ομοειδής]]].
}}
{{elmes
|esmgtx=-ές [[que tiene forma de mar]] de la divinidad suprema ὁρκίζω σε τὸν συνσείοντα τοὺς τέσσαρας ἀνέμους ἀπὸ τῶν ἱερῶν αἰώνων, οὐρανοειδῆ, θαλασσοειδῆ, νεφελοειδῆ <b class="b3">te conjuro a ti por el que agita conjuntamente los cuatro vientos desde los sagrados eones, el que tiene forma de cielo, forma de mar, forma de nube</b> P IV 3067
}}
}}

Revision as of 15:10, 15 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θᾰλασσοειδής Medium diacritics: θαλασσοειδής Low diacritics: θαλασσοειδής Capitals: ΘΑΛΑΣΣΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: thalassoeidḗs Transliteration B: thalassoeidēs Transliteration C: thalassoeidis Beta Code: qalassoeidh/s

English (LSJ)

ές, like the sea, sea-green, Hp.Vid.Ac.1, Democr. Eph.1, Str.17.1.35; χρῶμα HeroAut.30.6.

German (Pape)

[Seite 1182] ές, meerähnlich, von der Farbe, ἱμάτια Ath. XII, 525 d aus Democr.

Russian (Dvoretsky)

θαλασσοειδής: цвета морской воды (θαλασσοειδῆ ἱμάτια Democr.).

Greek (Liddell-Scott)

θᾰλασσοειδής: -ές, ὅμοιος τῇ θαλάσσῃ, ἔχων τὸ τῆς θαλάσσης χρῶμα, ἱμάτια Δημόκρ. Ἐφ. παρ’ Ἀθην. 525D.

Spanish

que tiene forma de mar

Greek Monolingual

-ές (Α θαλασσοειδής, -ές)
αυτός που έχει το χρώμα της θάλασσας, γαλαζοπράσινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο- + -ειδής (< είδος), πρβλ. κυματοειδής, ομοειδής].

Léxico de magia

-ές que tiene forma de mar de la divinidad suprema ὁρκίζω σε τὸν συνσείοντα τοὺς τέσσαρας ἀνέμους ἀπὸ τῶν ἱερῶν αἰώνων, οὐρανοειδῆ, θαλασσοειδῆ, νεφελοειδῆ te conjuro a ti por el que agita conjuntamente los cuatro vientos desde los sagrados eones, el que tiene forma de cielo, forma de mar, forma de nube P IV 3067