συσσείω: Difference between revisions
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX") |
(CSV import) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜA<br />[[σείω]] [[μαζί]] («τὰ τείχη συνέσειον», Πολύαιν.)<br /><b>μσν.</b><br />[[ενοχλώ]], [[ταράζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] κάποιον να τρέμει<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για [[μέθη]]) [[συγκλονίζω]], συνταράζω<br /><b>3.</b> [[περιστρέφω]], [[στριφογυρίζω]]. | |mltxt=ΜA<br />[[σείω]] [[μαζί]] («τὰ τείχη συνέσειον», Πολύαιν.)<br /><b>μσν.</b><br />[[ενοχλώ]], [[ταράζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] κάποιον να τρέμει<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για [[μέθη]]) [[συγκλονίζω]], συνταράζω<br /><b>3.</b> [[περιστρέφω]], [[στριφογυρίζω]]. | ||
}} | |||
{{elmes | |||
|esmgtx=[[conmover]], [[agitar al mismo tiempo]] como acción de la divinidad ἐπιτάσσει σοι ὁ μέγας ζῶν θεός, ... ὁ συνσείων, ὁ βροντάζων <b class="b3">te lo ordena el gran dios vivo, el que conmueve, el que truena</b> P IV 1039 ὁρκίζω σε τὸν συνσείοντα τοὺς τέσσαρας ἀνέμους ἀπὸ τῶν ἱερῶν αἰώνων <b class="b3">te conjuro a ti por el que agita al mismo tiempo los cuatro vientos desde los sagrados eones</b> P IV 3066 P XII 87 | |||
}} | }} |
Revision as of 15:15, 15 October 2022
English (LSJ)
A shake together, τὰ τείχη Polyaen.6.3; τῷ πτερῷ τοῦ κρατῆρος τὴν βάσιν Gp.11.17.4:—Pass., Arist.Pr.966b12, Him.Or.2.23. 2 make to tremble, LXX Ps.28(29).8. 3 metaph. of intoxication, συνέσεισέ μ' ἐκποθεῖσα φιάλη Xenarch.2.2.
Russian (Dvoretsky)
συσσείω: сотрясать: συσσείεσθαι κάτω Arst. стряхиваться вниз.
Greek (Liddell-Scott)
συσσείω: σείω ὁμοῦ, τὰ τείχη Πολύαιν. 6. 3. - Παθ., Ἀριστ. Προβλ. 37. 6. 2) κάμνω τινὰ νὰ τρέμῃ, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΚΗ΄, 7, κ. ἀλλ.). 3) μεταφορ., ἐπὶ μέθης, συνέσεισέ μ’ ἐκποθεῖσα φιάλη Ξέναρχ. ἐν «Διδύμοις» 1.
Spanish
conmover, agitar al mismo tiempo
Greek Monolingual
ΜA
σείω μαζί («τὰ τείχη συνέσειον», Πολύαιν.)
μσν.
ενοχλώ, ταράζω
αρχ.
1. κάνω κάποιον να τρέμει
2. μτφ. (για μέθη) συγκλονίζω, συνταράζω
3. περιστρέφω, στριφογυρίζω.
Léxico de magia
conmover, agitar al mismo tiempo como acción de la divinidad ἐπιτάσσει σοι ὁ μέγας ζῶν θεός, ... ὁ συνσείων, ὁ βροντάζων te lo ordena el gran dios vivo, el que conmueve, el que truena P IV 1039 ὁρκίζω σε τὸν συνσείοντα τοὺς τέσσαρας ἀνέμους ἀπὸ τῶν ἱερῶν αἰώνων te conjuro a ti por el que agita al mismo tiempo los cuatro vientos desde los sagrados eones P IV 3066 P XII 87