servil: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
(3) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{GermanLatin | {{GermanLatin | ||
|dela=servil, s. knechtisch, [[sklavisch]]. | |dela=servil, s. [[knechtisch]], [[sklavisch]]. | ||
}} | }} | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[δούλιος]], [[ἀνελεύθερος]], [[ἄρεσκος]], [[βάναυσος]], [[ἀνδραποδώδης]], [[δουλικός]], [[διακονικός]], [[δουλευτός]], [[δουλότροπος]], [[ἀνελευθέριος]], [[δουλοπρεπής]], [[δμώιος]], [[δουλωτικός]], [[δοῦλος]], [[ἐθελόδουλος]] | |sltx=[[δούλιος]], [[ἀνελεύθερος]], [[ἄρεσκος]], [[βάναυσος]], [[ἀνδραποδώδης]], [[δουλικός]], [[διακονικός]], [[δουλευτός]], [[δουλότροπος]], [[ἀνελευθέριος]], [[δουλοπρεπής]], [[δμώιος]], [[δουλωτικός]], [[δοῦλος]], [[ἐθελόδουλος]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:57, 26 October 2022
German > Latin
servil, s. knechtisch, sklavisch.
Spanish > Greek
δούλιος, ἀνελεύθερος, ἄρεσκος, βάναυσος, ἀνδραποδώδης, δουλικός, διακονικός, δουλευτός, δουλότροπος, ἀνελευθέριος, δουλοπρεπής, δμώιος, δουλωτικός, δοῦλος, ἐθελόδουλος