επικροτώ: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass

Source
(13)
 
m (Text replacement - "πᾱς" to "πᾶς")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM ἐπικροτῶ, -έω)<br />[[επιδοκιμάζω]], [[εγκρίνω]] με [[ζωηρότητα]] («Καίσαρι δὲ ἀρνουμένῳ πᾱς ὁ [[δῆμος]] ἐπικρότει [[μετά]] βοής», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[χειροκροτώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χτυπώ]], [[συγκρούω]] με θόρυβο («ἐπικροτῶ τὰ κύμβαλα»)<br /><b>2.</b> [[πέφτω]] με θόρυβο [[πάνω]] σε [[κάτι]] («τὰ δ’ ἅρματα ἐπικροτέοντα πέτοντο»).
|mltxt=(AM ἐπικροτῶ, -έω)<br />[[επιδοκιμάζω]], [[εγκρίνω]] με [[ζωηρότητα]] («Καίσαρι δὲ ἀρνουμένῳ πᾶς ὁ [[δῆμος]] ἐπικρότει [[μετά]] βοής», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[χειροκροτώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χτυπώ]], [[συγκρούω]] με θόρυβο («ἐπικροτῶ τὰ κύμβαλα»)<br /><b>2.</b> [[πέφτω]] με θόρυβο [[πάνω]] σε [[κάτι]] («τὰ δ’ ἅρματα ἐπικροτέοντα πέτοντο»).
}}
}}

Latest revision as of 18:40, 29 October 2022

Greek Monolingual

(AM ἐπικροτῶ, -έω)
επιδοκιμάζω, εγκρίνω με ζωηρότητα («Καίσαρι δὲ ἀρνουμένῳ πᾶς ὁ δῆμος ἐπικρότει μετά βοής», Πλούτ.)
αρχ.-μσν.
χειροκροτώ
αρχ.
1. χτυπώ, συγκρούω με θόρυβο («ἐπικροτῶ τὰ κύμβαλα»)
2. πέφτω με θόρυβο πάνω σε κάτι («τὰ δ’ ἅρματα ἐπικροτέοντα πέτοντο»).