δυσέκπλυτος: Difference between revisions
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "'Étymologie:''' δυσ-," to "'Étymologie:''' δυσ-,") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />difficile à effacer <i>litt.</i> à laver.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ἐκπλύνω]]. | |btext=ος, ον :<br />difficile à effacer <i>litt.</i> à laver.<br />'''Étymologie:''' [[δυσ-]], [[ἐκπλύνω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 12:58, 11 November 2022
English (LSJ)
ον, A hard to wash out, Ph.2.182,487, Plu.2.488b. II hard to cleanse, ὀδόντες Ael.NA1.48: metaph., ψυχαί Ph.1.558.
Spanish (DGE)
-ον
1 difícil o imposible de eliminar, de manchas o tintes indeleble ὁ χυλὸς τῶν καρύων τῶν χλωρῶν Gal.12.906, πᾶν τὸ λιπαρὸν δ. ἐστι Plu.2.627c, junto a δευσοποιός y en compar. ὥσπερ βαφὴν ἢ κηλῖδα δευσοποιὸν γενέσθαι καὶ δυσέκπλυτον Plu.2.488b, cf. 2.779c.
2 que es malo o difícil de dejar limpio οἱ ὀδόντες ... μελαίνονται δυσέκπλυτοί τε καὶ δυσέκνιπτοι Ael.NA 1.48, ἔρια Chrys.M.64.768D.
3 fig. difícil de purificar τὴν ψυχὴν ... ἐκκαθήρασθαι τὰς δυσεκπλύτους κηλῖδας Ph.2.182, οἱ ἀφροσύνης καὶ ἀδικίας ... τύποι Ph.2.487, ψυχαί Ph.1.558, cf. Chrys.M.63.176.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à effacer litt. à laver.
Étymologie: δυσ-, ἐκπλύνω.
Russian (Dvoretsky)
δυσέκπλῠτος: Plut. = δυσέκνιπτος.
Greek (Liddell-Scott)
δυσέκπλῠτος: -ον, ὃν δυσκόλως τις ἐκπλύνει, κηλῖδες Φίλων 2. 181, 487 (ἐν 1, 558, οὐχί ὀρθῶς δυσέκπλυντος), δευσοποιὸν καὶ δ. Πλούτ. 2. 488Β.
Greek Monolingual
δυσέκπλυτος, -ον (AM)
αυτός που δύσκολα ξεπλένεται.