παίκτης: Difference between revisions

From LSJ

Παρθένε, ἐν ἀκροπόλει Τελεσῖνος ἄγαλμ' ἀνέθηκεν, Κήττιος, ᾧ χαίρουσα, διδοίης ἄλλο ἀναθεῖναι → O Virgin goddess, Telesinos from the deme of Kettos has set up a statue on the Acropolis. If you are pleased with it, please grant that he set up another

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=παίκτης -ου, ὁ [παίζω] speler, dobbelaar.
|elnltext=παίκτης -ου, ὁ [παίζω] [[speler]], [[dobbelaar]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''παίκτης:''' дор. [[παίκτας]], ου ὁ игрок (в кости) (π. [[πλειστοβόλος]] Anth.).
|elrutext='''παίκτης:''' дор. [[παίκτας]], ου ὁ [[игрок]] (в кости) (π. [[πλειστοβόλος]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 14:35, 18 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παίκτης Medium diacritics: παίκτης Low diacritics: παίκτης Capitals: ΠΑΙΚΤΗΣ
Transliteration A: paíktēs Transliteration B: paiktēs Transliteration C: paiktis Beta Code: pai/kths

English (LSJ)

ου, ὁ, dancer or player, AP7.422 (Leon.); δειλοὶ καὶ παῖκται καὶ αἰσχρολόγοι Heph.Astr.2.2:—fem. παίκτειρα, Orph.H. 3.9.

German (Pape)

[Seite 442] ὁ, Spieler; Leon. Tar. 84 (VII, 422); Man. 4. 448.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παίκτης -ου, ὁ [παίζω] speler, dobbelaar.

Russian (Dvoretsky)

παίκτης: дор. παίκτας, ου ὁ игрок (в кости) (π. πλειστοβόλος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

παίκτης: -ου, ὁ, ὁ παίζων ἢ ὀρχούμενος, Ἀνθολ. Π. 7. 422· θηλ. παίκτειρα, Ὀρφ. Ὕμν. 2. 9. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 195, 270.

Greek Monolingual

και παίχτης, ο, θηλ. παίκτρια και παίχτρια (Α παίκτης, θηλ. παίκτειρα) παίζω
πρόσωπο που μετέχει σε παιχνίδι
νεοελλ.
1. αθλητής σε ομαδικό άθλημα
2. αυτός που παίζει με εμπειρία και πάθος τυχερά ή άλλα παιχνίδια
αρχ.
χορευτής ή παίκτης.