διοίσω: Difference between revisions

From LSJ

σύμμικτον εἶδος κἀποφώλιον βρέφος → an infant of mixed appearance, born to sterility

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διοίσω:''' δι-οίσομαι, Μέσ. και Ενεργ. μέλ. του [[διαφέρω]].
|lsmtext='''διοίσω:''' δι-οίσομαι, Μέσ. και Ενεργ. μέλ. του [[διαφέρω]].
}}
{{pape
|ptext=fut. zu [[διαφέρω]].
}}
}}

Revision as of 16:34, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διοίσω Medium diacritics: διοίσω Low diacritics: διοίσω Capitals: ΔΙΟΙΣΩ
Transliteration A: dioísō Transliteration B: dioisō Transliteration C: dioiso Beta Code: dioi/sw

English (LSJ)

διοίσομαι, v. διαφέρω.

French (Bailly abrégé)

f. de διαφέρω.

Russian (Dvoretsky)

διοίσω: fut. к διαφέρω.

Greek (Liddell-Scott)

διοίσω: διοίσομαι, ἴδε ἐν λ. διαφέρω.

Greek Monotonic

διοίσω: δι-οίσομαι, Μέσ. και Ενεργ. μέλ. του διαφέρω.

German (Pape)

fut. zu διαφέρω.