ἀκόρυφος: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (pape replacement)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκόρυφος]], -ον) [[κορυφή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν έχει [[κορυφή]] ή του έχουν κόψει την [[κορυφή]] (ειδικά στα οικόσημα)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[αρχή]]<br />«[[ἀκόρυφος]] καὶ [[ἀκατάστροφος]]» — [[χωρίς]] [[αρχή]] και [[τέλος]] (Διον. Αλ.)<br /><b>2.</b> ο [[αναρίθμητος]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκόρυφος]], -ον) [[κορυφή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν έχει [[κορυφή]] ή του έχουν κόψει την [[κορυφή]] (ειδικά στα οικόσημα)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[αρχή]]<br />«[[ἀκόρυφος]] καὶ [[ἀκατάστροφος]]» — [[χωρίς]] [[αρχή]] και [[τέλος]] (Διον. Αλ.)<br /><b>2.</b> ο [[αναρίθμητος]].
}}
{{pape
|ptext=<i>ohne [[Gipfel]], ohne [[Schluß]]</i>, Dion.Hal., von einer [[Periode]].
}}
}}

Revision as of 16:42, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκόρῠφος Medium diacritics: ἀκόρυφος Low diacritics: ακόρυφος Capitals: ΑΚΟΡΥΦΟΣ
Transliteration A: akóryphos Transliteration B: akoryphos Transliteration C: akoryfos Beta Code: a)ko/rufos

English (LSJ)

ον, (> κορυφή) without top, without beginning, DH. Comp. 22. = ἀκορύφωτος (not to be summed, countless), Hsch.

Spanish (DGE)

-ον
1 ret. que no tiene comienzo ἡ περίοδος D.H.Comp.22.42.
2 que no se puede sumar, innumerable Hsch. (cód.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκόρυφος: -ον, (κορυφή) ἄνευ κορυφῆς, ἄνευ ἀρχῆς, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 118. ΙΙ. = τῷ ἑπομ. Ἡσυχ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκόρυφος, -ον) κορυφή
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει κορυφή ή του έχουν κόψει την κορυφή (ειδικά στα οικόσημα)
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει αρχή
«ἀκόρυφος καὶ ἀκατάστροφος» — χωρίς αρχή και τέλος (Διον. Αλ.)
2. ο αναρίθμητος.

German (Pape)

ohne Gipfel, ohne Schluß, Dion.Hal., von einer Periode.