διάδικος: Difference between revisions
From LSJ
μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[διάδικος]])<br />αυτός που δικάζεται [[είτε]] ως [[αντίδικος]] [[είτε]] ως [[ομόδικος]]<br /><b>2.</b> ο [[μάρτυρας]]<br /><b>3.</b> ο [[διαιτητής]]<br /><b>4.</b> ο [[τιμωρός]] [[διώκτης]]<br /><b>αρχ.</b><br />το έτερο τών δικαζόμενων [[μερών]]. | |mltxt=ο (AM [[διάδικος]])<br />αυτός που δικάζεται [[είτε]] ως [[αντίδικος]] [[είτε]] ως [[ομόδικος]]<br /><b>2.</b> ο [[μάρτυρας]]<br /><b>3.</b> ο [[διαιτητής]]<br /><b>4.</b> ο [[τιμωρός]] [[διώκτης]]<br /><b>αρχ.</b><br />το έτερο τών δικαζόμενων [[μερών]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ὁ, <i>der [[Prozessierende]]</i>, Hesych.; <i>der [[Gegner]]</i>, Sp. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:45, 24 November 2022
English (LSJ)
τὸ εἰς δίκην καλεῖν (Att.), Hsch.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ jur. parte contraria, adversario en un litigio Cod.Iust.3.10.1.1, Bass.Suppl.p.45.29, Iust.Edict.7.1, 2, ὡς καὶ δ. καὶ κριτὴς καὶ δήμιος αὐτῶν γενέσθαι Isid.Pel.Ep.M.78.537A, cf. MAMA 4.325 (Galacia IV/V d.C.), Chrys.M.59.759.
Greek (Liddell-Scott)
διάδῐκος: ὁ, τὸ ἕτερον τῶν δικαζομένων μερῶν, Ἰω. Χρυσ. 6, 806, Ἰσίδ. Πηλουσ. κτλ.
Greek Monolingual
ο (AM διάδικος)
αυτός που δικάζεται είτε ως αντίδικος είτε ως ομόδικος
2. ο μάρτυρας
3. ο διαιτητής
4. ο τιμωρός διώκτης
αρχ.
το έτερο τών δικαζόμενων μερών.
German (Pape)
ὁ, der Prozessierende, Hesych.; der Gegner, Sp.