κυλιστός: Difference between revisions

From LSJ

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source
m (Text replacement - "epith." to "epithet")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[κυλιστός]], -ή, -όν) [[κυλίνδω]]<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί ή [[είναι]] [[κατάλληλος]] να κυλιέται, [[κατάλληλος]] στο [[κύλισμα]]<br /><b>2.</b> αυτός που μεταφέρθηκε με [[κύλισμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[στεφάνι]]) αυτός που έχει πλεχτεί κυκλικά<br /><b>2.</b> [[δέσμη]], [[μπόγος]] ρούχων<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[κυλιστός]]<br /><b>πάπ.</b> [[ρολό]] παπύρου, [[μεγάλη]] [[επιστολή]] σε πάπυρο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κυλιστά</i><br />με [[κύλισμα]], κυλώντας.
|mltxt=-ή, -ό (AM [[κυλιστός]], -ή, -όν) [[κυλίνδω]]<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί ή [[είναι]] [[κατάλληλος]] να κυλιέται, [[κατάλληλος]] στο [[κύλισμα]]<br /><b>2.</b> αυτός που μεταφέρθηκε με [[κύλισμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[στεφάνι]]) αυτός που έχει πλεχτεί κυκλικά<br /><b>2.</b> [[δέσμη]], [[μπόγος]] ρούχων<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[κυλιστός]]<br /><b>πάπ.</b> [[ρολό]] παπύρου, [[μεγάλη]] [[επιστολή]] σε πάπυρο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κυλιστά</i><br />με [[κύλισμα]], κυλώντας.
}}
{{pape
|ptext=<i>[[gewälzt]]</i>; στέφανοι, große [[Kränze]], so fest [[gewunden]], daß man sie [[fortrollen]] kann, comic. bei Ath. XV.678e und II.49f. Vgl. [[ἐκκυλίω]].
}}
}}

Revision as of 16:46, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠλιστός Medium diacritics: κυλιστός Low diacritics: κυλιστός Capitals: ΚΥΛΙΣΤΟΣ
Transliteration A: kylistós Transliteration B: kylistos Transliteration C: kylistos Beta Code: kulisto/s

English (LSJ)

ή, όν, A fit for rolling, large, gloss on ῥυτός, EM707.3. II twined in a circle, epithet of a kind of garland, Alex.272.5, Antiph.51. III Subst. κυλιστός, ὁ, roll of papyrus, large letter, or packet of letters, PHib.1.110.51, al. (iii B.C.); parcel, ἱματίων Sammelb.1.2 (iii A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

κῠλιστός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ., πρὸς κύλισιν κατάλληλος, μέγας, λίθοι Ἐτυμολ. Μέγ. 707. 3. ΙΙ. πεπλεγμένος εἰς κύκλον, ἐπίθετον εἴδους στεφάνου, Κωμικ. παρ’ Ἀθην. 678Ε, κἑξ., πρβλ. 49F.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM κυλιστός, -ή, -όν) κυλίνδω
1. αυτός που μπορεί ή είναι κατάλληλος να κυλιέται, κατάλληλος στο κύλισμα
2. αυτός που μεταφέρθηκε με κύλισμα
αρχ.
1. (για στεφάνι) αυτός που έχει πλεχτεί κυκλικά
2. δέσμη, μπόγος ρούχων
3. το αρσ. ως ουσ.κυλιστός
πάπ. ρολό παπύρου, μεγάλη επιστολή σε πάπυρο.
επίρρ...
κυλιστά
με κύλισμα, κυλώντας.

German (Pape)

gewälzt; στέφανοι, große Kränze, so fest gewunden, daß man sie fortrollen kann, comic. bei Ath. XV.678e und II.49f. Vgl. ἐκκυλίω.