προσωπίς: Difference between revisions

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
m (LSJ2 replacement)
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-[[ίδος]], ἡ, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[προσωπίδα]].<br /> <b>(II)</b><br />η, Ν<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] της οικογένειας [[μιμοζίδες]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθανότατα αντιδάνεια λ. <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>prosopis</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πρόσωπο]]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-[[ίδος]], ἡ, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[προσωπίδα]].<br /> <b>(II)</b><br />η, Ν<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] της οικογένειας [[μιμοζίδες]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθανότατα αντιδάνεια λ. <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>prosopis</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πρόσωπο]]].
}}
{{pape
|ptext=ἡ, dim. von [[πρόσωπον]], Poll. 10.127. – Auch eine [[Pflanze]], <i>die braune [[Königskerze]]</i>, Diosc.
}}
}}

Revision as of 16:46, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσωπίς Medium diacritics: προσωπίς Low diacritics: προσωπίς Capitals: ΠΡΟΣΩΠΙΣ
Transliteration A: prosōpís Transliteration B: prosōpis Transliteration C: prosopis Beta Code: proswpi/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, = προσώπιον.

Greek (Liddell-Scott)

προσωπίς: -ίδος, ἡ, = προσωπεῖον, κοινῶς «προσωπίδα» Ἡσύχ. ἐν λέξ. προσωπεῖον.

Greek Monolingual

(I)
-ίδος, ἡ, ΜΑ
βλ. προσωπίδα.
(II)
η, Ν
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της οικογένειας μιμοζίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθανότατα αντιδάνεια λ. πρβλ. αγγλ. prosopis (< πρόσωπο].

German (Pape)

ἡ, dim. von πρόσωπον, Poll. 10.127. – Auch eine Pflanze, die braune Königskerze, Diosc.