μαρμαρίζω: Difference between revisions

From LSJ

ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μαρμαρίζω]] (Α) [[μαρμάρεος]] (I)]<br />[[μαρμαίρω]], [[ακτινοβολώ]], [[αστράφτω]].
|mltxt=[[μαρμαρίζω]] (Α) [[μαρμάρεος]] (I)]<br />[[μαρμαίρω]], [[ακτινοβολώ]], [[αστράφτω]].
}}
{{pape
|ptext== [[μαρμαίρω]], <i>[[schimmern]], [[glänzen]]</i>; ἀκτῖνας ὄσσων μαρμαριζοίσας, Pind. frg. 88; [[πέτρα]] μαρμαρίζουσα, <i>das marmorharte [[Gestein]]</i>, DS. 3.12.
}}
}}

Revision as of 16:50, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαρμᾰρίζω Medium diacritics: μαρμαρίζω Low diacritics: μαρμαρίζω Capitals: ΜΑΡΜΑΡΙΖΩ
Transliteration A: marmarízō Transliteration B: marmarizō Transliteration C: marmarizo Beta Code: marmari/zw

English (LSJ)

= μαρμαίρω, ἀκτῖνας προσώπου -ιζούσας Pi.Fr.123.2; ἡ -ίζουσα πέτρα, of quartz rock containing gold, D.S.3.12.

Russian (Dvoretsky)

μαρμᾰρίζω: (только part. praes.)
1) блистать, сверкать (ἀκτῖνες μαρμαρίζοισαι Pind.);
2) быть твердым как (или похожим на) мрамор (πέτρα μαρμαρίζουσα Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

μαρμᾰρίζω: μαρμαίρω, Πινδ. Ἀποσπ. 88· ἡ μαρμαρίζουσα πέτρα, πυριτόλιθος περιέχων χρυσόν, Διόδ. 3. 12· μ. ἄστρα Κύριλλ. κατὰ Ἰουλ. σ. 356E, ἔνθα κακῶς μαρμαρυζόντων.

Greek Monolingual

μαρμαρίζω (Α) μαρμάρεος (I)]
μαρμαίρω, ακτινοβολώ, αστράφτω.

German (Pape)

μαρμαίρω, schimmern, glänzen; ἀκτῖνας ὄσσων μαρμαριζοίσας, Pind. frg. 88; πέτρα μαρμαρίζουσα, das marmorharte Gestein, DS. 3.12.