διάμεστος: Difference between revisions
Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[διάμεστος]], -ον (Α) [[μεστός]]<br />[[κατάμεστος]]. | |mltxt=[[διάμεστος]], -ον (Α) [[μεστός]]<br />[[κατάμεστος]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>ganz voll</i>, τινός, von etwas, Antiphan. bei Ath. II.45a; Arist. <i>Probl</i>. 19.50. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:51, 24 November 2022
English (LSJ)
ον, brim-full, Antiph.246; δ. εἰς τὸ ἥμισυ exactly half full, Arist.Pr.922b36.
Spanish (DGE)
-ον
lleno completamente c. gen. τῶν πολλάκις θρυλουμένων (βρωμάτων) Antiph.240.3, τῶν ὑείων Macho 461, εἰς τὸ ἥμισυ δ. lleno hasta la mitad Arist.Pr.922b36, μυκηθμοῦ καὶ στόνου διάμεστον ἦν (τὸ θέατρον) Eun.VS 10.5.2
•medic. pleno del pulso regular al tacto, Gal.19.404.
Russian (Dvoretsky)
διάμεστος: наполненный (εἰς τὸ ἥμισυ πίθος Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
διάμεστος: -ον, ἐντελῶς, πλήρης, Ἀντιφ. Ἀδήλ. 14· δ. εἰς τὸ ἥμισυ, ἀκριβῶς κατὰ τὸ ἥμισυ γεμᾶτος, Ἀριστ. Προβλ. 19. 50.
Greek Monolingual
διάμεστος, -ον (Α) μεστός
κατάμεστος.
German (Pape)
ganz voll, τινός, von etwas, Antiphan. bei Ath. II.45a; Arist. Probl. 19.50.