ἱερόφωνος: Difference between revisions
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἱερόφωνος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[ιερή]] [[φωνή]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ἱερόφωνος]]<br />ο [[ιερέας]] που απαγγέλλει τους χρησμούς, ο [[υποφήτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιερ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]), [[πρβλ]]. [[άφωνος]], [[καλλίφωνος]]]. | |mltxt=[[ἱερόφωνος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[ιερή]] [[φωνή]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ἱερόφωνος]]<br />ο [[ιερέας]] που απαγγέλλει τους χρησμούς, ο [[υποφήτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιερ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]), [[πρβλ]]. [[άφωνος]], [[καλλίφωνος]]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>mit [[heiliger]] [[Stimme]], VLL</i>, erkl. [[μεγαλόφωνος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:52, 24 November 2022
English (LSJ)
ον, with sacred voice: as substantive, prob. utterer of oracles, CIG4684 (Egypt), IG14.914 (Ostia); prob. read for ἠεροφώνων in Il.18.505 by Suid., Phot. (expld. by μεγαλοφώνων); f.l. for ἱμερο- in Alcm.26.1.
Greek (Liddell-Scott)
ἱερόφωνος: -ον, ὁ ἐκπέμπων ἱερὰν φωνήν: ὡς οὐσιαστ., πιθαν. ὁ ἀπαγγέλων τοὺς χρησμοὺς ἱερεύς, ὑποφήτης, Ἐπιγραφ. Αἰγυπτ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 4684, πρβλ. 6000· - παρὰ Σουΐδ. καὶ Φωτ. ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ μεγαλόφωνος· - πρβλ. ἱμερόφωνος.
Greek Monolingual
ἱερόφωνος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει ιερή φωνή
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἱερόφωνος
ο ιερέας που απαγγέλλει τους χρησμούς, ο υποφήτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. άφωνος, καλλίφωνος].
German (Pape)
mit heiliger Stimme, VLL, erkl. μεγαλόφωνος.