κορσωτεύς: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
m (LSJ2 replacement)
m (pape replacement)
Line 12: Line 12:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κορσωτεύς]], -έως, ὁ (Α)<br />[[κουρέας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[κορσωτήρ]] με την κατάλ. -<i>εύς</i>, που απαντά [[κυρίως]] σε μετονοματικά παρ.].
|mltxt=[[κορσωτεύς]], -έως, ὁ (Α)<br />[[κουρέας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[κορσωτήρ]] με την κατάλ. -<i>εύς</i>, που απαντά [[κυρίως]] σε μετονοματικά παρ.].
}}
{{pape
|ptext=ὁ, <i>der [[Scherer]], [[Bartscherer]]</i>, bei Ath. XII.520e.
}}
}}

Revision as of 16:52, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορσωτεύς Medium diacritics: κορσωτεύς Low diacritics: κορσωτεύς Capitals: ΚΟΡΣΩΤΕΥΣ
Transliteration A: korsōteús Transliteration B: korsōteus Transliteration C: korsotefs Beta Code: korswteu/s

English (LSJ)

-έως, = κορσωτήρ.

Greek Monolingual

κορσωτεύς, -έως, ὁ (Α)
κουρέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του κορσωτήρ με την κατάλ. -εύς, που απαντά κυρίως σε μετονοματικά παρ.].

German (Pape)

ὁ, der Scherer, Bartscherer, bei Ath. XII.520e.