κοσκινίζω: Difference between revisions

From LSJ

κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=και κοσκινάω (ΑM [[κοσκινίζω]]) [[κόσκινον]]<br />[[διαχωρίζω]] λεπτά μόρια ή κόκκους ενός υλικού από άλλα χοντρότερα, [[καθαρίζω]] [[αλεύρι]], όσπρια ή άλλα υλικά με παλμικές κινήσεις χρησιμοποιώντας το [[κόσκινο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εξετάζω]] [[λεπτομερώς]], πολυεξετάζω («πολύ τήν κοσκινίζει την [[υπόθεση]] και θα τά βγάλει όλα στη [[φόρα]]»)<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «όποιος βαριέται να ζυμώσει [[πέντε]] μέρες κοσκινάει» — λέγεται γι' αυτούς που αργοπορούν να κάνουν [[κάτι]] από [[νωθρότητα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[χτυπώ]], [[μαστιγώνω]].
|mltxt=και κοσκινάω (ΑM [[κοσκινίζω]]) [[κόσκινον]]<br />[[διαχωρίζω]] λεπτά μόρια ή κόκκους ενός υλικού από άλλα χοντρότερα, [[καθαρίζω]] [[αλεύρι]], όσπρια ή άλλα υλικά με παλμικές κινήσεις χρησιμοποιώντας το [[κόσκινο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εξετάζω]] [[λεπτομερώς]], πολυεξετάζω («πολύ τήν κοσκινίζει την [[υπόθεση]] και θα τά βγάλει όλα στη [[φόρα]]»)<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «όποιος βαριέται να ζυμώσει [[πέντε]] μέρες κοσκινάει» — λέγεται γι' αυτούς που αργοπορούν να κάνουν [[κάτι]] από [[νωθρότητα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[χτυπώ]], [[μαστιγώνω]].
}}
{{pape
|ptext== [[κοσκινεύω]], Diosc. und andere Spätere
}}
}}

Revision as of 16:53, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοσκῐνίζω Medium diacritics: κοσκινίζω Low diacritics: κοσκινίζω Capitals: ΚΟΣΚΙΝΙΖΩ
Transliteration A: koskinízō Transliteration B: koskinizō Transliteration C: koskinizo Beta Code: koskini/zw

English (LSJ)

A = κοσκινεύω, Asclep. ap. Gal.13.326, Aq., Sm.Am.9.9, Gp.13.15.4. II metaph., thrash, beat, Hierocl.Facet.209 (Pass.).

Greek (Liddell-Scott)

κοσκινίζω: ὡς καὶ νῦν, = κοσκινεύω, Διοσκ. Παραβ. 1. 154, Ὀρνεοσόφ. κτλ.

Greek Monolingual

και κοσκινάω (ΑM κοσκινίζω) κόσκινον
διαχωρίζω λεπτά μόρια ή κόκκους ενός υλικού από άλλα χοντρότερα, καθαρίζω αλεύρι, όσπρια ή άλλα υλικά με παλμικές κινήσεις χρησιμοποιώντας το κόσκινο
νεοελλ.
1. εξετάζω λεπτομερώς, πολυεξετάζω («πολύ τήν κοσκινίζει την υπόθεση και θα τά βγάλει όλα στη φόρα»)
2. παροιμ. «όποιος βαριέται να ζυμώσει πέντε μέρες κοσκινάει» — λέγεται γι' αυτούς που αργοπορούν να κάνουν κάτι από νωθρότητα
μσν.-αρχ.
χτυπώ, μαστιγώνω.

German (Pape)

κοσκινεύω, Diosc. und andere Spätere