θερμάστρα: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[θερμάστρα]]<br />Α και [[θερμαύστρα]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συσκευή]] άμεσης ή τοπικής θέρμανσης σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τα θερμαντικά σώματα τών εγκαταστάσεων κεντρικής θέρμανσης, [[σόμπα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ηλεκτρική [[θερμάστρα]]» — θερμαντικό [[σώμα]] στο οποίο η [[θερμότητα]] παράγεται από ηλεκτρικές αντιστάσεις<br /><b>αρχ.</b><br />[[κλίβανος]], [[κάμινος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θερμάζω]] ή <span style="color: red;"><</span> [[θερμαίνω]].
|mltxt=η (ΑΜ [[θερμάστρα]]<br />Α και [[θερμαύστρα]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συσκευή]] άμεσης ή τοπικής θέρμανσης σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τα θερμαντικά σώματα τών εγκαταστάσεων κεντρικής θέρμανσης, [[σόμπα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ηλεκτρική [[θερμάστρα]]» — θερμαντικό [[σώμα]] στο οποίο η [[θερμότητα]] παράγεται από ηλεκτρικές αντιστάσεις<br /><b>αρχ.</b><br />[[κλίβανος]], [[κάμινος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θερμάζω]] ή <span style="color: red;"><</span> [[θερμαίνω]].
}}
{{pape
|ptext=ἡ, <i>[[Schmiedeofen]]</i>, Hesych.
}}
}}

Revision as of 16:54, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θερμάστρα Medium diacritics: θερμάστρα Low diacritics: θερμάστρα Capitals: ΘΕΡΜΑΣΤΡΑ
Transliteration A: thermástra Transliteration B: thermastra Transliteration C: thermastra Beta Code: qerma/stra

English (LSJ)

ἡ, oven, furnace, Call.Del.144 (-αυστραι codd.), Euph. 51.8 (pl.), Hsch. (nom. pl. proparox. cod. Hsch., codd. Call. vary in accent):—Adv. θερμαστρῆθεν, from the furnace, Hsch. (θερμαστῆθεν cod.).

Greek (Liddell-Scott)

θερμάστρα: ἢ -αύστρα, ἡ, κλίβανος, κάμινος, Καλλ. εἰς Δῆλ. 144, Ἡσύχ. ― Ἐπίρρ. θερμαστρῆθεν, ἐκ τῆς καμίνου, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

η (ΑΜ θερμάστρα
Α και θερμαύστρα)
νεοελλ.
1. συσκευή άμεσης ή τοπικής θέρμανσης σε αντιδιαστολή προς τα θερμαντικά σώματα τών εγκαταστάσεων κεντρικής θέρμανσης, σόμπα
2. φρ. «ηλεκτρική θερμάστρα» — θερμαντικό σώμα στο οποίο η θερμότητα παράγεται από ηλεκτρικές αντιστάσεις
αρχ.
κλίβανος, κάμινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμάζω ή < θερμαίνω.

German (Pape)

ἡ, Schmiedeofen, Hesych.