λοξοειδής: Difference between revisions

From LSJ

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[λοξοειδής]], -ές)<br />αυτός που μοιάζει με λοξό. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>λοξοειδώς</i> (Μ λοξοειδῶς)<br />με λοξοειδή τρόπο.
|mltxt=-ές (Α [[λοξοειδής]], -ές)<br />αυτός που μοιάζει με λοξό. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>λοξοειδώς</i> (Μ λοξοειδῶς)<br />με λοξοειδή τρόπο.
}}
{{pape
|ptext=ές, <i>[[schief]]</i>, Sp.
}}
}}

Revision as of 16:55, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοξοειδής Medium diacritics: λοξοειδής Low diacritics: λοξοειδής Capitals: ΛΟΞΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: loxoeidḗs Transliteration B: loxoeidēs Transliteration C: loksoeidis Beta Code: locoeidh/s

English (LSJ)

ές, oblique, of the lower ribs, Ruf.Oss.25.

Greek (Liddell-Scott)

λοξοειδής: -ές, λοξῶς τὸ εἶδος, σκολιός, Γλωσσ. - Ἐπίρρ. -δῶς, Νικήτ. Εὐγεν. 2, 217.

Greek Monolingual

-ές (Α λοξοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με λοξό.
επίρρ...
λοξοειδώς (Μ λοξοειδῶς)
με λοξοειδή τρόπο.

German (Pape)

ές, schief, Sp.