λοξοειδής: Difference between revisions
From LSJ
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (Α [[λοξοειδής]], -ές)<br />αυτός που μοιάζει με λοξό. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>λοξοειδώς</i> (Μ λοξοειδῶς)<br />με λοξοειδή τρόπο. | |mltxt=-ές (Α [[λοξοειδής]], -ές)<br />αυτός που μοιάζει με λοξό. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>λοξοειδώς</i> (Μ λοξοειδῶς)<br />με λοξοειδή τρόπο. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ές, <i>[[schief]]</i>, Sp. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:55, 24 November 2022
English (LSJ)
ές, oblique, of the lower ribs, Ruf.Oss.25.
Greek (Liddell-Scott)
λοξοειδής: -ές, λοξῶς τὸ εἶδος, σκολιός, Γλωσσ. - Ἐπίρρ. -δῶς, Νικήτ. Εὐγεν. 2, 217.
Greek Monolingual
-ές (Α λοξοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με λοξό.
επίρρ...
λοξοειδώς (Μ λοξοειδῶς)
με λοξοειδή τρόπο.
German (Pape)
ές, schief, Sp.