ἀτάρμυκτος: Difference between revisions
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (pape replacement) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[Deriv. [[unknown]].]<br />unwincing, [[unflinching]], Pind. | |mdlsjtxt=[Deriv. [[unknown]].]<br />unwincing, [[unflinching]], Pind. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>[[unerschrocken]]</i>, Euphor. bei <i>EM</i>.; Nic. <i>Al</i>. 161. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:57, 24 November 2022
English (LSJ)
ον, unblenching, unflinching, ὄμμα Euph.124; φρενὸς οἶστρος Nic.Al.161.
Spanish (DGE)
-ον
que no teme, intrépido ὄμμα Euph.160, ἀταρμύκτῳ φρενὸς οἴστρῳ Nic.Al.161, cf. Hsch.
• Etimología: v. ταρμύσσω
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui ne tremble pas, ferme.
Étymologie: ἀ, ταρμύσσω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτάρμυκτος: -ον, ἐπὶ ὄμματος, «ἀτάρμυκτον, τὸ ἄφοβον· κυρίως τὸ μὴ μῦον. Εὐφορίων, - ὅτι ἀτάρμυκτον τρέπον ὄμμα, - παρὰ τὸ ἄτερ καὶ τὸ μύειν, τὸ ἀτενές· ἢ παρὰ τὸ τάρβος ἀταρβύηκτον, καὶ ἀτάρμυκτον· καὶ γὰρ ταρμύσσειν, τὸ φοβεῖν ὡς Λυκόφρων· σημαίνει δὲ καὶ τὸν θρασὺν» Ἐτυμ. Μ. 162, 5· γνώμα Πινδ. ΙΙ. 4. 149, ὡς ἀναγινώσκει ὁ Ἕρμαννος ἀντὶ ἀτάρβακτος· πρβλ. ὡσαύτως Πόρσ. Ἐκ. 958, Βεντελ. Ὁρατ. Ὠδ. 1. 3, 18· οἶστρος Νικ. Ἀλ. 161.
Greek Monolingual
ἀτάρμυκτος, -ον (Α) ταρμύσσω
(για τα μάτια) αυτός που δεν κλείνει από φόβο, που βλέπει ατενώς.
Greek Monotonic
ἀτάρμυκτος: -ον, αμετάστρεπτος, σε Πίνδ. (άγν. προέλ.).
Middle Liddell
[Deriv. unknown.]
unwincing, unflinching, Pind.
German (Pape)
unerschrocken, Euphor. bei EM.; Nic. Al. 161.