τρυγήσιμος: Difference between revisions

From LSJ

πρᾶγμα ἐλπίδος κρεῖσσον γεγενημένον → the thing worse than one expected

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[τρυγήσιμος]], -η, -ον, ΝΑ [[τρύγησις]]<br />(για καρπούς) [[κατάλληλος]] για [[τρύγηση]], για [[συγκομιδή]] («τρυγήσιμα σταφύλια»).
|mltxt=-η, -ο / [[τρυγήσιμος]], -η, -ον, ΝΑ [[τρύγησις]]<br />(για καρπούς) [[κατάλληλος]] για [[τρύγηση]], για [[συγκομιδή]] («τρυγήσιμα σταφύλια»).
}}
{{pape
|ptext=ον, <i>[[lesbar]], zur [[Ernte]] od. [[Weinlese]] reif, EM</i>. 271.32.
}}
}}

Revision as of 16:57, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρυγήσιμος Medium diacritics: τρυγήσιμος Low diacritics: τρυγήσιμος Capitals: ΤΡΥΓΗΣΙΜΟΣ
Transliteration A: trygḗsimos Transliteration B: trygēsimos Transliteration C: trygisimos Beta Code: trugh/simos

English (LSJ)

ον, ripe for gathering, EM271.32, Hsch. s.v. διατρύγιος, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

τρῠγήσιμος: -ον, ὥριμος πρὸς τρύγησιν, Ἐτυμολ. Μέγ. 271. 32, Ἡσύχ. ἐν λέξ. διατρύγιος.

Greek Monolingual

-η, -ο / τρυγήσιμος, -η, -ον, ΝΑ τρύγησις
(για καρπούς) κατάλληλος για τρύγηση, για συγκομιδή («τρυγήσιμα σταφύλια»).

German (Pape)

ον, lesbar, zur Ernte od. Weinlese reif, EM. 271.32.