μωμοσκόπος: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο (Α [[μωμοσκόπος]], -ον)<br />(γενικά) αυτός που αρέσκεται να αναζητά ελαττώματα στους άλλους, [[φιλόψογος]], [[φιλοκατήγορος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που εξέταζε τα προοριζόμενα για [[θυσία]] ζώα για να δει αν έχουν κανένα [[ελάττωμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῶμος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σκόπος</i>].
|mltxt=-ο (Α [[μωμοσκόπος]], -ον)<br />(γενικά) αυτός που αρέσκεται να αναζητά ελαττώματα στους άλλους, [[φιλόψογος]], [[φιλοκατήγορος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που εξέταζε τα προοριζόμενα για [[θυσία]] ζώα για να δει αν έχουν κανένα [[ελάττωμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῶμος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σκόπος</i>].
}}
{{pape
|ptext=s. s.v. [[μωμοσκοπέω]].
}}
}}

Revision as of 17:00, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μωμοσκόπος Medium diacritics: μωμοσκόπος Low diacritics: μωμοσκόπος Capitals: ΜΩΜΟΣΚΟΠΟΣ
Transliteration A: mōmoskópos Transliteration B: mōmoskopos Transliteration C: momoskopos Beta Code: mwmosko/pos

English (LSJ)

ον, looking for blemishes in sacrificial victims, Ph.1.320.

Greek (Liddell-Scott)

μωμοσκόπος: -ον, ὁ παρατηρῶν πρὸς ἀνεύρεσιν μώμων ἢ ἐλλείψεων ἐν τοῖς πρὸς θυσίαν ὡρισμένοις ζῴοις· καθόλου, ἐπικρίνων, ἐξετάζων κριτικῶς, Φίλων 1. 320, Κλήμ. Ἀλ. 617.

Greek Monolingual

-ο (Α μωμοσκόπος, -ον)
(γενικά) αυτός που αρέσκεται να αναζητά ελαττώματα στους άλλους, φιλόψογος, φιλοκατήγορος
αρχ.
αυτός που εξέταζε τα προοριζόμενα για θυσία ζώα για να δει αν έχουν κανένα ελάττωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῶμος + -σκόπος].

German (Pape)

s. s.v. μωμοσκοπέω.