ἀκατάσκοπος: Difference between revisions
From LSJ
Μήποτε γάμει γυναῖκα κοὐκ ἀνοίξεις τάφον → Eris immortalis, si non ducis mulierem → Nimm nie dir eine Frau, erspare dir dein Grab
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀκατάσκοπος]], -ον (AM) [[κατασκοπῶ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκείνος]], τον οποίο δεν μπορεί να δει [[κανείς]] (Κλήμ. Μ. 8.657b)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που δεν φαίνεται, ο [[απαρατήρητος]]<br />«ἐν ἀκατασκόπῳ βαπτίσαι αὐτὴν δυνηθῶμεν»<br /><b>2.</b> [[ανέλπιστος]], [[απροσδόκητος]]. | |mltxt=[[ἀκατάσκοπος]], -ον (AM) [[κατασκοπῶ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκείνος]], τον οποίο δεν μπορεί να δει [[κανείς]] (Κλήμ. Μ. 8.657b)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που δεν φαίνεται, ο [[απαρατήρητος]]<br />«ἐν ἀκατασκόπῳ βαπτίσαι αὐτὴν δυνηθῶμεν»<br /><b>2.</b> [[ανέλπιστος]], [[απροσδόκητος]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>[[unüberlegt]]</i>, Sp. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:03, 24 November 2022
English (LSJ)
ον, gloss on ἀνώϊστος, Sch.Opp.C.4.101.
Spanish (DGE)
-ον
1 poco claro, oscuro σχῆμα Clem.Al.Paed.3.11.79, Sch.Opp.C.4.101.
2 sin falta, perfecto δικαιοσύνην ... ἄμωμόν τε καὶ ἀκατάσκοπον Cyr.Al.M.70.1401A.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκατάσκοπος: -ον, ἄσκεπτος, Κύριλλ. Ἀλ. πρὸς Νεστ. 2, σ. 47.
Greek Monolingual
ἀκατάσκοπος, -ον (AM) κατασκοπῶ
αρχ.
εκείνος, τον οποίο δεν μπορεί να δει κανείς (Κλήμ. Μ. 8.657b)
μσν.
1. εκείνος που δεν φαίνεται, ο απαρατήρητος
«ἐν ἀκατασκόπῳ βαπτίσαι αὐτὴν δυνηθῶμεν»
2. ανέλπιστος, απροσδόκητος.
German (Pape)
unüberlegt, Sp.