κρειττόομαι: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrumGewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick

Menander, Monostichoi, 364
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κρειττόομαι''': ἐπὶ τῆς ἀμπέλου, [[πάσχω]] ἐκ κρειττώσεως, δηλ. [[βλαστάνω]] παρὰ φύσιν, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 4. 14, 6, Αἰτ. Φ. 5. 9, 13· [[ἐντεῦθεν]] οὐσιαστ. κρείττωσις, εως, ἡ, [[νόσος]] ἀμπέλου, ἡ παρὰ φύσιν [[βλάστησις]], ἧς [[ἕνεκα]] ἀτροφοῦσι καὶ ἀπορρέουσιν αἱ ῥᾶγες, [[αὐτόθι]].
|lstext='''κρειττόομαι''': ἐπὶ τῆς ἀμπέλου, [[πάσχω]] ἐκ κρειττώσεως, δηλ. [[βλαστάνω]] παρὰ φύσιν, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 4. 14, 6, Αἰτ. Φ. 5. 9, 13· [[ἐντεῦθεν]] οὐσιαστ. κρείττωσις, εως, ἡ, [[νόσος]] ἀμπέλου, ἡ παρὰ φύσιν [[βλάστησις]], ἧς [[ἕνεκα]] ἀτροφοῦσι καὶ ἀπορρέουσιν αἱ ῥᾶγες, [[αὐτόθι]].
}}
{{pape
|ptext=vom [[Weinstock]], <i>an [[Auswüchsen]] [[kranken]]</i>, Theophr.
}}
}}

Revision as of 17:05, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρειττόομαι Medium diacritics: κρειττόομαι Low diacritics: κρειττόομαι Capitals: ΚΡΕΙΤΤΟΟΜΑΙ
Transliteration A: kreittóomai Transliteration B: kreittoomai Transliteration C: kreittoomai Beta Code: kreitto/omai

English (LSJ)

Pass., of the vine, to be diseased, have excrescences, Thphr.HP4.14.6, CP5.9.13:—Subst. κρείττ-ωσις, εως, ἡ, ibid.

Greek (Liddell-Scott)

κρειττόομαι: ἐπὶ τῆς ἀμπέλου, πάσχω ἐκ κρειττώσεως, δηλ. βλαστάνω παρὰ φύσιν, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 4. 14, 6, Αἰτ. Φ. 5. 9, 13· ἐντεῦθεν οὐσιαστ. κρείττωσις, εως, ἡ, νόσος ἀμπέλου, ἡ παρὰ φύσιν βλάστησις, ἧς ἕνεκα ἀτροφοῦσι καὶ ἀπορρέουσιν αἱ ῥᾶγες, αὐτόθι.

German (Pape)

vom Weinstock, an Auswüchsen kranken, Theophr.