χειμαρρώδης: Difference between revisions

From LSJ

θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → it is grasped only by means of an ignorance superior to intellection, it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (pape replacement)
Line 24: Line 24:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=χειμαρ-ρώδης, ες [[εἶδος]]<br />like a [[torrent]], Strab.
|mdlsjtxt=χειμαρ-ρώδης, ες [[εἶδος]]<br />like a [[torrent]], Strab.
}}
{{pape
|ptext=ες, <i>wie ein [[Gießbach]] od. [[Waldstrom]]</i>, Strab. XIII.
}}
}}

Revision as of 17:05, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειμαρρώδης Medium diacritics: χειμαρρώδης Low diacritics: χειμαρρώδης Capitals: ΧΕΙΜΑΡΡΩΔΗΣ
Transliteration A: cheimarrṓdēs Transliteration B: cheimarrōdēs Transliteration C: cheimarrodis Beta Code: xeimarrw/dhs

English (LSJ)

ες, like a torrent, Str.9.1.24, 13.1.70.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
semblable à un torrent.
Étymologie: χείμαρρος.

Greek (Liddell-Scott)

χειμαρρώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς χείμαρρον, ποταμὸς χειμαρρώδης τὸ πλέον Στράβ. 400· χειμαρρῶδες ποτάμιον 616· χειμαρρώδους λιβάδος Εὐστάθ. 1374, 47. {{grml |mltxt=-ες / χειμαρρώδης, -ῶδες, ΝΑ [[χειμάρρους / χείμαρρος
νεοελλ.
μτφ.
1. (για πρόσ. και για πράγμ.) ορμητικός σαν χείμαρρος (α. «είναι χειμαρρώδης στις αντιδράσεις του» β. «χειμαρρώδης λόγος»)
2. (για πρόσ.) ευφράδης («χειμαρρώδης ρήτορας»)
αρχ.
αυτός που ρέει σαν χείμαρρος. }}

Greek Monotonic

χειμαρρώδης: -ες (εἶδος), αυτός που μοιάζει με χείμαρρο, σε Στράβ.

Middle Liddell

χειμαρ-ρώδης, ες εἶδος
like a torrent, Strab.

German (Pape)

ες, wie ein Gießbach od. Waldstrom, Strab. XIII.