αὐθυπόστατος: Difference between revisions

From LSJ

Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this liferather, it is just a corpse with a soul

Sophocles, Antigone, 1165-7
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (pape replacement)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[αὐθυπόστατος]], -ον)<br />αυτός που έχει δική του [[υπόσταση]], που υπάρχει καθ' εαυτόν<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν εξαρτάται από άλλον («αυθυπόστατη [[επιχείρηση]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αυθ</i>- ([[πρβλ]]. <i>αυτο</i>-) <span style="color: red;">+</span> [[υποστατός]] <span style="color: red;"><</span> [[υφίσταμαι]]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[αὐθυπόστατος]], -ον)<br />αυτός που έχει δική του [[υπόσταση]], που υπάρχει καθ' εαυτόν<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν εξαρτάται από άλλον («αυθυπόστατη [[επιχείρηση]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αυθ</i>- ([[πρβλ]]. <i>αυτο</i>-) <span style="color: red;">+</span> [[υποστατός]] <span style="color: red;"><</span> [[υφίσταμαι]]].
}}
{{pape
|ptext=Erkl. zu [[αὐθύπαρκτος]], Hesych.; [[σῶμα]] <i>Schol. Plat. Rep</i>. VIII.381.
}}
}}

Revision as of 17:09, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐθυπόστᾰτος Medium diacritics: αὐθυπόστατος Low diacritics: αυθυπόστατος Capitals: ΑΥΘΥΠΟΣΤΑΤΟΣ
Transliteration A: authypóstatos Transliteration B: authypostatos Transliteration C: afthypostatos Beta Code: au)qupo/statos

English (LSJ)

ον, self-substantial, Jul.Or.4.139d, Iamb. ap. Stob.2.8.45, Procl.in Prm.p.610S. Adv.-τως Phlp.in de An.52.19.

Spanish (DGE)

-ον
1 que tiene existencia por sí mismo, que existe independientemente τὸ αὐθυπόστατον πρῶτον el principio increado Iul.Or.11.139d, λόγον ... αὐθυπόστατον καὶ αὐτοκίνητον ... ἡ ψυχὴ συνείληφεν ἐν ἑαυτῇ Iambl. en Stob.2.8.45, ὁ αὐ. λόγος τοῦ θεοῦ Leont.Byz.M.86.1216A, ἡ οὐσία Leont.Byz.M.86.2009D, cf. Leont.H.Nest.M.86.1176A
subst. τὸ αὐθυπόστατον: πᾶν ... τὸ αὐθυπόστατον ἀμερές Procl.in Prm.785.
2 adv. -ως hipostáticamente οὔτε ἐκ τῆς μίξεως ... ἐγένετο ... οὔτε ἔξωθεν αὐ. Phlp.in de An.52.19, cf. Procl.Inst.41, Leont.H.Nest.M.86.1572D.

Greek (Liddell-Scott)

αὐθυπόστατος: -ον, (ὑφίσταμαι) = τῷ προηγ., Ἰάμβλ. ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 2. 400.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM αὐθυπόστατος, -ον)
αυτός που έχει δική του υπόσταση, που υπάρχει καθ' εαυτόν
νεοελλ.
αυτός που δεν εξαρτάται από άλλον («αυθυπόστατη επιχείρηση»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυθ- (πρβλ. αυτο-) + υποστατός < υφίσταμαι].

German (Pape)

Erkl. zu αὐθύπαρκτος, Hesych.; σῶμα Schol. Plat. Rep. VIII.381.