κατατρωματίζω: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus

Menander, Monostichoi, 85
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κατατρωματίζω Ion. voor κατατραυματίζω.
|elnltext=κατατρωματίζω Ion. voor κατατραυματίζω.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατατρωματίζω:''' Ιων. αντί <i>κατατραυμ-</i>.
|lsmtext='''κατατρωματίζω:''' Ιων. αντί <i>κατατραυμ-</i>.
}}
{{pape
|ptext=ion. = [[κατατραυματίζω]].
}}
}}

Revision as of 17:10, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατατρωματίζω Medium diacritics: κατατρωματίζω Low diacritics: κατατρωματίζω Capitals: ΚΑΤΑΤΡΩΜΑΤΙΖΩ
Transliteration A: katatrōmatízō Transliteration B: katatrōmatizō Transliteration C: katatromatizo Beta Code: katatrwmati/zw

English (LSJ)

Ion. for κατατραυμ-.

French (Bailly abrégé)

ion. c. κατατραυματίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατατρωματίζω Ion. voor κατατραυματίζω.

Russian (Dvoretsky)

κατατρωματίζω: ион. = κατατραυματίζω.

Greek (Liddell-Scott)

κατατρωματίζω: Ἰων. ἀντὶ κατατραυμ-, Ἡρόδ.

Greek Monolingual

κατατρωματίζω (Α)
ιων. τ. βλ. κατατραυματίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + τρωματίζω, ιων. τ. του τραυματίζω.

Greek Monotonic

κατατρωματίζω: Ιων. αντί κατατραυμ-.

German (Pape)

ion. = κατατραυματίζω.