συντελεστικός: Difference between revisions

From LSJ

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (pape replacement)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[συντελεστικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[συντελῶ]]<br />αυτός που συντελεί σε [[κάτι]], [[βοηθητικός]], [[χρήσιμος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συμπληρωματικός]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[συντελεστικός]]<br />(ενν. [[χρόνος]]) <b>γραμμ.</b> ο [[παρακείμενος]] και ο [[αόριστος]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον παρατατικό. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συντελεστικῶς</i> Α<br />σε συντελεστικό χρόνο.
|mltxt=-ή, -ό / [[συντελεστικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[συντελῶ]]<br />αυτός που συντελεί σε [[κάτι]], [[βοηθητικός]], [[χρήσιμος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συμπληρωματικός]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[συντελεστικός]]<br />(ενν. [[χρόνος]]) <b>γραμμ.</b> ο [[παρακείμενος]] και ο [[αόριστος]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον παρατατικό. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συντελεστικῶς</i> Α<br />σε συντελεστικό χρόνο.
}}
{{pape
|ptext=ή, όν, <i>[[vollendet]]</i>; ὁ σ., sc. [[χρόνος]], <i>das [[Perfectum]]</i>, advb. συντελεστικῶς, <i>im [[Perfekt]]</i>; Gramm.; Sext. Empir. <i>adv.phys</i>. 2.91, 101.
}}
}}

Revision as of 17:11, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντελεστικός Medium diacritics: συντελεστικός Low diacritics: συντελεστικός Capitals: ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: syntelestikós Transliteration B: syntelestikos Transliteration C: syntelestikos Beta Code: suntelestiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A capable of causing or effecting, τινος Epicur.Nat.14.4, Phld. Rh.2.49 S., Ptol.Harm.1.15. II Gramm., ὁ σ. (sc. χρόνος) the tense of completion, viz. pf. and aor., opp. παρατατικός, S.E.M.10.91, 92.101. Adv. -κῶς ib.101.

Russian (Dvoretsky)

συντελεστικός: ὁ (sc. χρόνος) грам. прошедшее законченное время, перфект Sext.

Greek (Liddell-Scott)

συντελεστικός: -ή, -όν, ὁ συμπληρῶν, συμπληρωματικός, Πτολ. ΙΙ. γραμμ., ὁ συντελεστικὸς (ἐξυπακ. χρόνος), ὁ παρακείμενος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν παρατατικόν, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 91, κτλ.· ― Ἐπίρρ., -κῶς, αὐτόθι 101.

Greek Monolingual

-ή, -ό / συντελεστικός, -ή, -όν, ΝΑ συντελῶ
αυτός που συντελεί σε κάτι, βοηθητικός, χρήσιμος
αρχ.
1. συμπληρωματικός
2. το αρσ. ως ουσ. ο συντελεστικός
(ενν. χρόνος) γραμμ. ο παρακείμενος και ο αόριστος, σε αντιδιαστολή προς τον παρατατικό.
επίρρ...
συντελεστικῶς Α
σε συντελεστικό χρόνο.

German (Pape)

ή, όν, vollendet; ὁ σ., sc. χρόνος, das Perfectum, advb. συντελεστικῶς, im Perfekt; Gramm.; Sext. Empir. adv.phys. 2.91, 101.