αἰψηροκέλευθος: Difference between revisions
ὁ Σιμωνίδης τὴν μὲν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπῶσαν προσαγορεύει, τὴν δὲ ποίησιν ζωγραφίαν λαλοῦσαν → Simonides relates that a picture is a silent poem, and a poem a speaking picture | Simonides, however, calls painting inarticulate poetry and poetry articulate painting
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=<br />[[swift]]-[[speeding]], of [[Boreas]], Hes. | |mdlsjtxt=<br />[[swift]]-[[speeding]], of [[Boreas]], Hes. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>[[schnell]] [[wandelnd]]</i>, [[Boreas]], Hes. <i>Th</i>. 379. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:11, 24 November 2022
English (LSJ)
ον, swift-speeding, epithet of Boreas, Hes. Th.379, Poet. ap. Apollod.3.4.4.
Spanish (DGE)
-ον
de rápido paso, de veloz andadura de Bóreas, Hes.Th.379, de Bóreas, uno de los perros de Acteón Epic.Alex.Adesp.1.9.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la marche rapide.
Étymologie: αἰψηρός, κέλευθος.
Russian (Dvoretsky)
αἰψηροκέλευθος: быстрый, стремительный (Βορέης Hes.).
Greek (Liddell-Scott)
αἰψηροκέλευθος: -ον, ὁ ταχέως, ὁρμητικῶς κινούμενος, ἐπίθ. τοῦ Βορέου, Ἡσ. Θ. 379.
Greek Monolingual
αἰψηροκέλευθος, -ον (Α)
αυτός που κινείται βίαια, γρήγορα, ο ορμητικός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰψηρός + κέλευθος.
Greek Monotonic
αἰψηροκέλευθος: -ον, αυτός που κινείται αστραπιαία, ορμητικά, λέγεται για τον Βορέα, δηλ. την προσωποποίηση του βορείου ανέμου, σε Ησίοδ.
Middle Liddell
swift-speeding, of Boreas, Hes.