ὑπερβεβλημένως: Difference between revisions

From LSJ

Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίωντὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort

Menander, Monostichoi, 367
m (Text replacement - "d’u" to "d'u")
m (pape replacement)
Line 27: Line 27:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[adverb of [[ὑπερβάλλω]]<br />[[beyond]] all [[measure]], [[immoderately]], Arist.
|mdlsjtxt=[adverb of [[ὑπερβάλλω]]<br />[[beyond]] all [[measure]], [[immoderately]], Arist.
}}
{{pape
|ptext=adv. part. perf. pass. zu [[ὑπερβάλλω]], <i>auf eine [[übertriebene]] od. übermäßige [[Weise]]</i>, Arist. <i>eth</i>. 3.10 und Sp.
}}
}}

Revision as of 17:12, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερβεβλημένως Medium diacritics: ὑπερβεβλημένως Low diacritics: υπερβεβλημένως Capitals: ΥΠΕΡΒΕΒΛΗΜΕΝΩΣ
Transliteration A: hyperbeblēménōs Transliteration B: hyperbeblēmenōs Transliteration C: ypervevlimenos Beta Code: u(perbeblhme/nws

English (LSJ)

Adv. pf. part. Pass. of ὑπερβάλλω, beyond all measure, immoderately, Arist.EN1118a7.

French (Bailly abrégé)

adv.
d'une manière excessive ou extraordinaire.
Étymologie: ὑπερβάλλω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερβεβλημένως: неумеренно, сверх всякой меры Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερβεβλημένως: Ἐπίρρ. τοῦ ὑπερβάλλω, ὑπὲρ πᾶν μέτρον, ὑπερμέτρως, ὑπερβολικῶς, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 3. 10, 4.

Greek Monolingual

ΜΑ
επίρρ. με μεγάλη υπερβολή, πέρα από κάθε μέτρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερβεβλημένος, μτχ. παθ. παρακμ. του ρ. ὑπερβάλλω + επιρρμ. κατάλ. -ως].

Greek Monotonic

ὑπερβεβλημένως: επίρρ. του ὑπερβάλλω, πέρα από κάθε μέτρο, υπέρμετρα, υπερβολικά, σε Αριστ.

Middle Liddell

[adverb of ὑπερβάλλω
beyond all measure, immoderately, Arist.

German (Pape)

adv. part. perf. pass. zu ὑπερβάλλω, auf eine übertriebene od. übermäßige Weise, Arist. eth. 3.10 und Sp.