λεπτοχειλής: Difference between revisions
From LSJ
Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "Ggstz " to "<span class="ggns">Gegensatz</span> ") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0031.png Seite 31]] ές, mit dünnen Lippen, | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0031.png Seite 31]] ές, mit dünnen Lippen, <span class="ggns">Gegensatz</span> [[παχυχειλής]], Arist. H. A. 4, 4, [[varia lectio|v.l.]] λεπτόχειλος. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 18:45, 24 November 2022
English (LSJ)
ές, thin-lipped, ib.528a29; v.l. λεπτόχειλος, ον.
German (Pape)
[Seite 31] ές, mit dünnen Lippen, Gegensatz παχυχειλής, Arist. H. A. 4, 4, v.l. λεπτόχειλος.
Russian (Dvoretsky)
λεπτοχειλής: v.l. λεπτόχειλος 2 досл. с тонкими губами, перен. с тонкими краями (τὰ ὄστρακα Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
λεπτοχειλής: -ές, ἔχων λεπτὰ χείλη, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 7· διάφ. γραφ. λεπτόχειλος, ον.
Greek Monolingual
λεπτοχειλής, -ές (Α)
αυτός που έχει λεπτά χείλη, λεπτόχειλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)- + -χειλής (< χεῖλος), πρβλ. επιχειλής, ισοχειλής].