αὐτώδης: Difference between revisions
From LSJ
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
m (pape replacement) |
m (Text replacement - "Apoll" to "Apoll") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=ion. = [[αὐθάδης]], | |ptext=ion. = [[αὐθάδης]], Apoll. <i>pron</i>. 94. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:15, 25 November 2022
English (LSJ)
ες, Ion. for αὐθάδης, acc. to A.D.Pron.74.9, Hsch.: but Hdt.6.92 has αὐθαδέστεροι.
Spanish (DGE)
v. αὐθάδης.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτώδης: -ες, Ἰων. ἀντὶ αὐθάδης Ἀπολλώνιος π. Ἀντων. 354C, Ἡσύχ. ἀλλ' ἐν Ἡρόδ. 6. 92 ὑπάρχει ὁ κοινὸς τύπος αὐθαδέστερον.
Greek Monolingual
αὐτώδης, -ες (Α)
ο αυθάδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ιωνικός τ. που προήλθε με συναίρεση και ιωνική ψίλωση < αυτοFάδης < αυτός + Faδ-, αδείν (ανδάνω), άδος (βλ. και λ. αυθάδης)].
German (Pape)
ion. = αὐθάδης, Apoll. pron. 94.