ἀντιθετικός: Difference between revisions
ἑλλέβορον ἤδη πώποτ' ἔπιες → did you ever drink hellebore at any point, did you ever drink hellebore, have you ever taken medication for mental illness, are you mad, you are mad, what are you on
mNo edit summary |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀντιθετικός:'''<br /><b class="num">1 | |elrutext='''ἀντιθετικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[противополагающий]] (φαινομἑνων τε καὶ νοουμένων Sext.);<br /><b class="num">2</b> стих. [[антитетический]] ([[μέτρον]] где первый стих антистрофы соответствует последнему стиху строфы). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 17:26, 25 November 2022
English (LSJ)
ή, όν,
A setting in opposition, contrasting, ἀ. δύναμις φαινομένων τε καὶ νοουμένων S.E.P.1.8; antithetical, Eust.1325.19; ἀντιθετικά, τά, D.21 Arg.ii9; ἀ. στάσις Hermog.Stat.4, al.
II contrasted, correspondent, of poems in which a number of κῶλα are repeated in reversed order, Heph. Poëm.4.6.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1que opone ἔστι δὲ ἡ σκεπτικὴ δύναμις ἀ. φαινομένων τε καὶ νοουμένων la capacidad de examen (o escepticismo) opone las apariencias a los juicios S.E.P.1.8.
2 ret. antitético στάσις Hermog.Stat.34, cf. Fortunat.Rh.91.10, Eust.1325.19
•subst. τὰ ἀντιθετικά = las antítesis D.21.argumen.2.9.
II que se corresponde en sentido inverso de poemas cuyos κῶλα están repetidos en orden inverso, Heph.Poëm.4.6.
III adv. ἀντιθετικῶς = en antítesis Alex.Aphr.in Top.580.1, Gr.Nyss.Eun.3.10.18.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιθετικός:
1 противополагающий (φαινομἑνων τε καὶ νοουμένων Sext.);
2 стих. антитетический (μέτρον где первый стих антистрофы соответствует последнему стиху строфы).
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιθετικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων ἢ ἀποτελῶν ἀντίθεσιν, ἔστι δὲ σκεπτικὴ δύναμις ἀντιθετικὴ φαινομένων τε καὶ νοουμένων καθ’ οἷον δήποτε τρόπον Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 8: - ὁ ἐξ ἀντιθέσεως προερχόμενος, Εὐστ. 1325. 19. ΙΙ. ἀντίστοιχος, ἐπὶ μέτρων, ἐν οἷς ὁ πρῶτος στίχος τῆς ἀντιστροφῆς ἀντιστοιχεῖ πρὸς τὸν τελευταῖον τῆς στροφῆς, καὶ ἀντιστρόφως, Ἡφαιστίων σ. 117.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἀντιθετικός, -ή, -ό)
αυτός που βρίσκεται σε αντίθεση με κάποιον άλλο
αρχ.
1. εκείνος που προέρχεται από αντίθεση
2. (Μετρ.) αυτός που παρουσιάζει μετρική αντιστοιχία με κάποιον άλλο.