ἀνηγέομαι: Difference between revisions
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
m (pape replacement) |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀνηγέομαι:''' дор. ἀνᾱγέομαι<br /><b class="num">1 | |elrutext='''ἀνηγέομαι:''' дор. ἀνᾱγέομαι<br /><b class="num">1</b> [[обозревать]], [[перечислять]] (ἀρετάς Pind.; τὰ ἀθρωπήϊα πάθεα Her. - [[varia lectio|v.l.]] [[ἀπηγέομαι]]);<br /><b class="num">2</b> [[продвигаться]], [[следовать]] (ἐν Μοισᾶν δίφρῳ Pind.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 17:31, 25 November 2022
English (LSJ)
Dor. ἀνᾱγ-, A relate, rehearse, Pi.N.10.19, cf. I.6(5).56, Hdt.5.4. 2 intr., ἀ. πρόσφορος ἐν Μοισᾶν δίφρῳ advance worthily in the Muses' car, Pi.O.9.80.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): dór., beoc. ἀναγέομαι Pi.O.9.80, IG 7.2466.7 (Tebas II a.C.)
I avanzar, conducir εἴην εὑρησιεπὴς ἀναγεῖσθαι πρόσφορος ἐν Μοισᾶν δίφρῳ Pi.l.c.
•part. ἀναγεόμενος conductor, jefe de un cuerpo de jinetes τῶν Ταραντίνων IG l.c.
II 1narrar βραχύ μοι στόμα πάντ' ἀναγήσασθ' Pi.N.10.19, πάσας ἀρετάς Pi.I.6.56, cf. Hdt.5.4.
2 tratar con alguien, hablar con alguno ἀνηγεῖσθαί σοι περὶ τούτου POxy.292.8 (I d.C.).
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
passer en revue, énumérer.
Étymologie: ἀνά, ἡγέομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀνηγέομαι: дор. ἀνᾱγέομαι
1 обозревать, перечислять (ἀρετάς Pind.; τὰ ἀθρωπήϊα πάθεα Her. - v.l. ἀπηγέομαι);
2 продвигаться, следовать (ἐν Μοισᾶν δίφρῳ Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνηγέομαι: μέλλ. -ήσομαι: - Ἀποθ., διηγοῦμαι, βραχύ μοι στόμα πάντ’ ἀναγήσασθ’ Πινδ. Ν. 10. 35, Ἡρόδ. 5.4 (ἔνθα ἄλλοι ἔχουσιν ἀπηγ-)· πρβλ. διεξηγέομαι. 2) ἀμετάβ., εἴην εὑρησιεπὴς ἀναγεῖσθαι πρόσφορος ἐν Μοισᾶν δίφρῳ, νὰ προβαίνω ἐπαξίως ἐν τῷ δίφρῳ τῶν Μουσῶν, Πινδ. Ο. 9. 120.
Greek Monotonic
ἀνηγέομαι: Δώρ. ἀνᾶγ- μέλ. -ήσομαι, αποθ.,
1. μιλώ όπως σε διήγηση, αφηγούμαι, απαριθμώ, συσχετίζω, σε Πίνδ., Ηρόδ.
2. αμτβ., προβαίνω, σε Πίνδ.
Middle Liddell
1. Dep. to tell as in a narrative, relate, recount, Pind., Hdt.
2. intr. to advance, Pind.
German (Pape)
hererzählen, Pind. N. 10.19; ἀρετάς I. 5.53; Her. 5.4; – ἐν δίφρῳ μοισᾶν, auf dem Wagen daherziehen, Pind. Ol. 9.81.