ἀναπνευστικός: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀναπνευστικός:'''<br /><b class="num">1 | |elrutext='''ἀναπνευστικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[дыхательный]] ([[τόπος]] Arst.);<br /><b class="num">2</b> [[дышащий]] (sc. [[ζῷον]] Arst.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 17:35, 25 November 2022
English (LSJ)
ή, όν, of or for respiration, ὁ ἀ. τόπος the respiratory region, Id.Sens. 445a27, Thphr.Sud.38; τὰ μὴ ἀ. [ζῷα] Arist.Spir.482a8; ἀ. δύναμις the power of breathing, M.Ant.6.15; τὰ -κά respiratory organs, Alex.Aphr.Pr.1.119.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1respiratorio τόπος Arist.Sens.445a27, δύναμις M.Ant.6.15.
2 que respira τὰ μὴ ἀ. (ζῷα) Arist.Spir.482a8.
II subst. órganos de la respiración τὰ ἀναπνευστικά Alex.Aphr.Pr.1.119.
German (Pape)
[Seite 203] zum Athemholen gehörig, δύναμις, das Vermögen zu athmen, M. Anton. 6, 15; τὰ ἀν., die Athmungsorgane, Medic.; übertr., erquickend.
Russian (Dvoretsky)
ἀναπνευστικός:
1 дыхательный (τόπος Arst.);
2 дышащий (sc. ζῷον Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπνευστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἐπιτήδειος πρὸς ἀναπνοήν, ὁ ἀν. τόπος, οἱ πνεύμονες, Ἀριστ. Περὶ Αἰσθ. 5. 31, Θεοφρ. περὶ Ἱδρώτ. 38· τὰ μὴ ἀν. [ζῷα] Ἀριστ. περὶ Πνευμ. 2. 9· ἀν. δύναμις, ἡ δύναμις τοῦ ἀναπνεῖν, Μ. Ἀντ. 6. 15.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀναπνευστικός, -ή, -όν)
ο σχετικός με την αναπνοή ή ο κατάλληλος γι' αυτήν.