ἀρτιγένειος: Difference between revisions
τὸ τερπνὸν παρεμπορεύομαι → yield delight besides instruction, mix business with pleasure
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀρτιγένειος:'''<br /><b class="num">1 | |elrutext='''ἀρτιγένειος:'''<br /><b class="num">1</b> [[недавно выросший на щеках]] ([[χνόος]] Anth.);<br /><b class="num">2</b> досл. пышно растущий, перен. обильный (σολοικισμοί Luc.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 17:40, 25 November 2022
English (LSJ)
ον, with the beard just sprouting, AP9.219 (Diod.), Nonn.D.18.135; as substantive, ἀ. ἐπίλεκτοι App.Pun.8; incorrectly used, = ἀρτιγέννητος, σολοικισμοί Luc.Sol.2.
Spanish (DGE)
(ἀρτῐγένειος) -ον
1 que empieza a echar bozo χνόος AP 9.219 (Diod.), de hombres jóvenes παῖς Nonn.D.18.135, ἀρτιγένειος ὤν siendo mozo Sch.Call.Fr.2, cf. IMEG 79.2 (II/III d.C.)
•subst. mozo ἀρτιγένειοι ἐπίλεκτοι en el séquito de Escipión, App.Pun.8.
2 como solecismo recién parido Luc.Sol.2.
German (Pape)
[Seite 361] (γένειον), milchbärtig, χνόος Diod. 6 (IX, 219); Luc. soloec. 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la barbe naissante.
Étymologie: ἄρτι, γένειον.
Russian (Dvoretsky)
ἀρτιγένειος:
1 недавно выросший на щеках (χνόος Anth.);
2 досл. пышно растущий, перен. обильный (σολοικισμοί Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀρτιγένειος: -ον, ὁ ἀρτίως εἰς γένειον μεταβληθείς, κοῦρος ἔτ’ ἀρτιγένειον ἔχων χνόον Ἀνθ. Π. 9. 219, ὁ ἄρτι γενειῶν, Ἀππ. Καρχηδ. 8: - μεταφρ., ὁ πλήρη αὔξησιν λαβών, σολοικισμοί Λουκ. Σολοικ. 2.
Greek Monolingual
ἀρτιγένειος, -ον (Α)
εκείνος του οποίου τα γένια μόλις άρχισαν να φυτρώνουν.
Greek Monotonic
ἀρτιγένειος: -ον (γένειον), αυτός που έχει γένι που μόλις φύτρωσε, σε Ανθ.