δερματικός: Difference between revisions
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "<i>sc</i>." to "<i>sc.</i>") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[de piel]], [[dérmico]], [[membranoso]] ἔστι δ' ὑμὴν δ. ἡ μῆνιγξ Arist.<i>HA</i> 495<sup>a</sup>8, de los párpados de los animales, Arist.<i>PA</i> 657<sup>b</sup>33, de las alas de los insectos, Arist.<i>PA</i> 682<sup>b</sup>19, σκέπη δ. envoltura cutánea</i> Arist.<i>GA</i> 719<sup>b</sup>5, de la piel de la bellota o la castaña, Thphr.<i>HP</i> 1.11.3, cf. <i>CP</i> 1.7.3, 1.19.2.<br /><b class="num">2</b> subst. τὸ δ. (<i>sc</i> | |dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[de piel]], [[dérmico]], [[membranoso]] ἔστι δ' ὑμὴν δ. ἡ μῆνιγξ Arist.<i>HA</i> 495<sup>a</sup>8, de los párpados de los animales, Arist.<i>PA</i> 657<sup>b</sup>33, de las alas de los insectos, Arist.<i>PA</i> 682<sup>b</sup>19, σκέπη δ. envoltura cutánea</i> Arist.<i>GA</i> 719<sup>b</sup>5, de la piel de la bellota o la castaña, Thphr.<i>HP</i> 1.11.3, cf. <i>CP</i> 1.7.3, 1.19.2.<br /><b class="num">2</b> subst. τὸ δ. (<i>[[sc.]]</i> [[ἀργύριον]]) [[dinero procedente de la venta de pieles de animales]] δερματικὸν ... τὸ ἐκ τῶν δερματίων τῶν πιπρασκομένων περιγιγνόμενον [[ἀργύριον]] Lycurg.<i>Fr</i>.1, cf. <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.333c.23, 1496.68, 90, 123 (ambas Atenas IV a.C.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 08:20, 27 November 2022
English (LSJ)
ή, όν, A of skin, like skin, ὑμήν Arist.HA495a8; of the wings of insects, Id.PA682b19; σκέπη Id.GA719b5. II δερματικόν (sc. ἀργύριον), τό, the money received for the sale of the hides of sacrificial animals, IG2.741, Lycurg.Fr.1. III v. δαλματικόν.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 de piel, dérmico, membranoso ἔστι δ' ὑμὴν δ. ἡ μῆνιγξ Arist.HA 495a8, de los párpados de los animales, Arist.PA 657b33, de las alas de los insectos, Arist.PA 682b19, σκέπη δ. envoltura cutánea Arist.GA 719b5, de la piel de la bellota o la castaña, Thphr.HP 1.11.3, cf. CP 1.7.3, 1.19.2.
2 subst. τὸ δ. (sc. ἀργύριον) dinero procedente de la venta de pieles de animales δερματικὸν ... τὸ ἐκ τῶν δερματίων τῶν πιπρασκομένων περιγιγνόμενον ἀργύριον Lycurg.Fr.1, cf. IG 22.333c.23, 1496.68, 90, 123 (ambas Atenas IV a.C.).
German (Pape)
[Seite 549] haut-, lederartig, ὑμήν Arist. H. A. 1, 16.
Russian (Dvoretsky)
δερμᾰτικός: кожистый (κέλυφος, ὁμήν Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
δερματικός: -ή, -όν, ἐκ δέρματος, ὅμοιος δορᾷ, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 16, 5, Γεν. Ζ. 1. 12, 2, κτλ. ΙΙ. δερματικὸν (ἐνν. ἀργύριον), τό, τὰ χρήματα τὰ εἰσπραττόμενα ἐκ τῆς πωλήσεως τῶν δορῶν τῶν θυσιαζομένων ζῴων, Συλλ. Ἐπιγρ. 157. 5, 27, Λυκοῦργ. παρ’ Ἁρπ.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM δερματικός, -ή, -όν)
ο δερμάτινος
νεοελλ.
όποιος ανήκει ή αναφέρεται στο δέρμα του ανθρώπου
(«δερματικά νοσήματα», «δερματικά φάρμακα»)
αρχ.
1. αυτός που έχει υφή δέρματος, που μοιάζει με δέρμα («ἔστι δ' ἡ μῆνιγξ ὑμὴν δερματικός», Αριστοτ.)
2. «δερματικόν αργύριον» — χρήματα που εισέπραττε το δημόσιο από την πώληση τών δερμάτων τών θυσιαζόμενων ζώων
3. το θηλ. ως ουσ. η δερματική
η δαλματική, το επίσημο ένδυμα.