ἐκβιβρώσκω: Difference between revisions
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "<i>sc</i>." to "<i>sc.</i>") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=[[devorar]] ἐκ μὲν ἐσχάτας βέβρωκε σάρκας S.<i>Tr</i>.1054 (tm.), (ἔχιδνα) τὴν γαστέρα τῆς μητρός Horap.2.60, en v. pas. <i>Gp</i>.2.35.7, fig. ὁ φθόνος τὴν καρδίαν Chrys.M.61.708, tb. en v. pas. ἡ ... ἡμετέρα [[ἐντρέχεια]] ... ὑπὸ τῆς λεπτομεριμνίας Corn.<i>ND</i> 18, cf. Ph.1.236<br /><b class="num">•</b>[[roer]], [[carcomer]] en v. pas. [[διά]] τινα σηπεδόνα μεγάλην ἐκβρωθέν τι μέρος [[αὐτοῦ]] (<i>sc</i> | |dgtxt=[[devorar]] ἐκ μὲν ἐσχάτας βέβρωκε σάρκας S.<i>Tr</i>.1054 (tm.), (ἔχιδνα) τὴν γαστέρα τῆς μητρός Horap.2.60, en v. pas. <i>Gp</i>.2.35.7, fig. ὁ φθόνος τὴν καρδίαν Chrys.M.61.708, tb. en v. pas. ἡ ... ἡμετέρα [[ἐντρέχεια]] ... ὑπὸ τῆς λεπτομεριμνίας Corn.<i>ND</i> 18, cf. Ph.1.236<br /><b class="num">•</b>[[roer]], [[carcomer]] en v. pas. [[διά]] τινα σηπεδόνα μεγάλην ἐκβρωθέν τι μέρος [[αὐτοῦ]] (<i>[[sc.]]</i> τοῦ χιτῶνος) Gal.3.534, πετρῶν αἰθαλωδῶν κατὰ τὴν χρόαν, ὡς ἂν ἐκβεβρωμένων ὑπὸ πυρός Str.5.4.8, cf. Sch.Theoc.1.40b. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 08:20, 27 November 2022
English (LSJ)
devour, ἐκ μὲν ἐσχάτας βέβρωκε σάρκας S.Tr.1054:— Pass., Gp.2.35.7: metaph., Corn.ND18.
Spanish (DGE)
devorar ἐκ μὲν ἐσχάτας βέβρωκε σάρκας S.Tr.1054 (tm.), (ἔχιδνα) τὴν γαστέρα τῆς μητρός Horap.2.60, en v. pas. Gp.2.35.7, fig. ὁ φθόνος τὴν καρδίαν Chrys.M.61.708, tb. en v. pas. ἡ ... ἡμετέρα ἐντρέχεια ... ὑπὸ τῆς λεπτομεριμνίας Corn.ND 18, cf. Ph.1.236
•roer, carcomer en v. pas. διά τινα σηπεδόνα μεγάλην ἐκβρωθέν τι μέρος αὐτοῦ (sc. τοῦ χιτῶνος) Gal.3.534, πετρῶν αἰθαλωδῶν κατὰ τὴν χρόαν, ὡς ἂν ἐκβεβρωμένων ὑπὸ πυρός Str.5.4.8, cf. Sch.Theoc.1.40b.
German (Pape)
[Seite 754] (s. βιβρώσκω), ausfressen, Sp. In tmesi Soph. Tr. 1043, ἐκ μὲν ἐσχάτας βἑβρωκε σάρκας.
French (Bailly abrégé)
dévorer.
Étymologie: ἐκ, βιβρώσκω.
Russian (Dvoretsky)
ἐκβιβρώσκω: съедать, пожирать (ἐσχάτας σάρκας Soph. - in tmesi).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκβιβρώσκω: κατατρώγω, ἐκ μὲν ἐσχάτας βέβρωκε σάρκας Σοφ. Τρ. 1053.
Greek Monolingual
ἐκβιβρώσκω (Α)
κατατρώγω.
Greek Monotonic
ἐκβιβρώσκω: παρακ. -βέβρωκα, καταβροχθίζω, σε Σοφ.