στύππη: Difference between revisions

From LSJ

τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation

Source
(CSV import)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3")
 
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=στουπί). Πιθανόν ἀπό τό [[στύφω]] (=στύβω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
|mantxt=(=[[στουπί]]). Πιθανόν ἀπό τό [[στύφω]] (=[[στύβω]]), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}

Latest revision as of 12:29, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στύππη Medium diacritics: στύππη Low diacritics: στύππη Capitals: ΣΤΥΠΠΗ
Transliteration A: stýppē Transliteration B: styppē Transliteration C: styppi Beta Code: stu/pph

English (LSJ)

ἡ,= στυππεῖον, J.ap.Suid.s.v.

German (Pape)

[Seite 959] ἡ, στύππινος, s. στύπειος u. s. w.

Greek (Liddell-Scott)

στύππη: ἡ, = στυππεῖον, Ἰωσήπ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ., Σχόλ. εἰς Λουκ. Ὄνον 31.

Greek Monolingual

ἡ, Α
στουπί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. στυππείο].

Mantoulidis Etymological

(=στουπί). Πιθανόν ἀπό τό στύφω (=στύβω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.