μωκός: Difference between revisions

From LSJ

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source
m (Text replacement - "LXX<span" to "LXX <span")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[χλευαστής]]). Στήν ἀρχική του [[σημασία]] ἠχοποίητη, μέ πιθανή ἐπίδραση τοῦ [[μῶμος]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[μωκάομαι]] (=περιγελῶ), [[μῶκος]] (=ὁ [[ἐμπαιγμός]]), [[μωκίζω]] (=περιπαίζω).
|mantxt=(=[[χλευαστής]]). Στήν ἀρχική του [[σημασία]] ἠχοποίητη, μέ πιθανή ἐπίδραση τοῦ [[μῶμος]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[μωκάομαι]] (=[[περιγελῶ]]), [[μῶκος]] (=ὁ [[ἐμπαιγμός]]), [[μωκίζω]] (=[[περιπαίζω]]).
}}
}}

Revision as of 12:30, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μωκός Medium diacritics: μωκός Low diacritics: μωκός Capitals: ΜΩΚΟΣ
Transliteration A: mōkós Transliteration B: mōkos Transliteration C: mokos Beta Code: mwko/s

English (LSJ)

ὁ, mocker, Arist.HA491b17, EM593.7: as adjective, φίλος μ. LXX Si.36(33).6.

German (Pape)

[Seite 225] ὁ, der Spötter, neben εἴρων, Arist. H. A. 1, 9; χλευαστής, VLL.

Russian (Dvoretsky)

μωκός:насмешник Arst.

Greek (Liddell-Scott)

μωκός: ὁ, χλευαστής, σκώπτης, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 9, 1· ἴδε Ἐτυμολ. Μέγ. 593. 7.

Greek Monolingual

μωκός, ὁ (Α)
(ως ουσ. και ως επίθ.) αυτός που περιπαίζει κάποιον, ο χλευαστής, ο σκώπτης («μωκοῦ καὶ εἴρωνος», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται άμεσα με το ρ. μωκῶμαι βλ. λ.].

Mantoulidis Etymological

(=χλευαστής). Στήν ἀρχική του σημασία ἠχοποίητη, μέ πιθανή ἐπίδραση τοῦ μῶμος.
Παράγωγα: μωκάομαι (=περιγελῶ), μῶκος (=ὁ ἐμπαιγμός), μωκίζω (=περιπαίζω).