κοπρώδης: Difference between revisions

From LSJ

τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known

Source
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+), ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2, $3$4 ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κοπρώδης -ες [κόπρος, εἶδος] op mest lijkend, vuil.
|elnltext=κοπρώδης -ες [κόπρος, εἶδος] [[op mest lijkend]], [[vuil]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:41, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοπρώδης Medium diacritics: κοπρώδης Low diacritics: κοπρώδης Capitals: ΚΟΠΡΩΔΗΣ
Transliteration A: koprṓdēs Transliteration B: koprōdēs Transliteration C: koprodis Beta Code: koprw/dhs

English (LSJ)

ες, A like dung, Hp.Prorrh.1.146, Arist.PA675b30; faecal, Aret.CA1.2. 2 generally, dirty, impure, Pl.Tht.191c (Comp.), 194e.

German (Pape)

[Seite 1483] ες, = κοπριώδης, Hippocr.; übh. schmutzig, Plat. Theaet. 194 e; Arist. part. an. 3, 14.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοπρώδης -ες [κόπρος, εἶδος] op mest lijkend, vuil.

Russian (Dvoretsky)

κοπρώδης:
1 приобретший вид помета, превратившийся в кал (τροφή Arst.);
2 грязный, нечистый (κηρός Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

κοπρώδης: -ες, (εἶδος), ὅμοιος πρὸς κόπρον, πλήρης περιττωμάτων, Ἱππ. Προρρ. 80, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 14, 24. 2) καθόλου, ῥυπαρός, ἀκάθαρτος, Πλάτ. Θεαίτ. 191C, 194Ε· ― πρβλ. κοπριώδης.

Greek Monolingual

-ες (ΑM κοπρώδης, -ῶδες) κόπρος (Ι)]
1. αυτός που μοιάζει με κόπρο («τροφὴν κοπρώδη καὶ ἐξικμασμένην», Αριστοτ.)
2. γεμάτος με κόπρο, βρόμικος, ρυπαρός, ακάθαρτος.